Κυριακή 10 Ιουνίου 2018
Πάντα αγαπώ τις εκδοχές του εαυτού μου που ταξιδεύουν περισσότερο. Η ιδέα της Μαρίνας με τη δεκάκιλη στο χέρι να ψαχουλεύει τον κόσμο ανέκαθεν με εξίταρε. Έτσι και τότε. Αεροπλάνο με κλεισμένη θέση παράθυρο. Παράθυρο για να έχω την ευελιξία να χάνομαι μεταξύ των σύννεφων και των σκέψεων. Προχωρώντας στο διάδρομο διακρίνω τη θέση μου δίπλα σε έναν ευπαρουσίαστο κουστουμαρισμένο κύριο.
Ο κύριος με το κομπιούτερ και τον καφέ. Επιχειρηματίας απ’ όσο μπορούσα να κρίνω. Δίπλα του μια κοπέλα καθώς πρέπει, με φόρμα σε απαλό ροζ, το ίδιο με ακρίβεια ροζ της ταξιδιωτικής βαλίτσας που κρατούσε μαζί της, και άσπρο γούνινο ζακετάκι. Η όλη στην τρίχα παρουσίαση της ερχόταν σε αντίθεση με τον χαμό του αεροπλάνου, την έκανε να φαντάζει τόσο ψεύτικη που για λίγο φοβήθηκα πως η όποια συναναστροφή με τον κόσμο γύρω της θα την έκανε να σπάσει σαν πορσελάνινη κούκλα ή τουλάχιστον θα λέρωνε το κάτασπρο γουνάκι.
Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα πως η θέση μου δεν ήταν εκείνη δίπλα στον κύριο με το κομπιούτερ και τον καφέ αλλά εκείνη πίσω της. Δίπλα σε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, ατημέλητη, με πολύχρωμα ρούχα. Έμοιαζε με τσιγγάνα, μελαμψή και ζαρωμένη. Ο χρόνος δεν ήταν επιεικής μαζί της. Και λεπτή, πολύ λεπτή. Δίπλα της ένας νεαρός με παρόμοια χαρακτηρίστικα. Ένα ξεφτισμένο δερμάτινο σακάκι κι ένα χιλιοφορεμένο μπλουζάκι από μέσα. Καδένα στο λαιμό, ξεβαμμένο τζιν και τατουάζ στο χέρι.
Κι ήταν ένα κλάσμα δευτερολέπτου και μια φευγαλέα σκέψη. Μια στιγμιαία δυσφορία που θα έχανα τη θέση δίπλα στον κουστουμαρισμένο κύριο και την κοπέλα με τα ροζ μα θα καθόμουνα με την μεγάλη γυναίκα και το γιο της. Χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Χωρίς να μπορώ να δικαιολογήσω κάπως τον εαυτό μου. Καθίσαμε, λοιπόν, με συνοπτικές διαδικασίες.
Ο κύριος με το κομπιούτερ πρέπει να έκανε κάτι πολύ σημαντικό γιατί δεν πήρε τα μάτια του από την οθόνη ούτε καν για να κοιτάξει τον καφέ του. Η κοπέλα με τα ροζ έβλεπε ταινία στο Netflix, αγνοώντας τα πάντα γύρω της σαν να μην υπήρχαν. Εγώ είχε ώρα που είχα πνιγεί στις σκέψεις μου. Ο Μαχαιρίτσας τραγουδούσε στο αυτί μου «συννεφιασμένε ουρανέ» κι εγώ πετούσα πολύ πριν την απογείωση. Στο μεταξύ ο άντρας μια θέση δίπλα μου κρατούσε το χέρι της μητέρας του, για την οποία μάλλον η απογείωση αποτελούσε αξιοσημείωτο γεγονός κι όχι μια διαδικασία ρουτίνας.
Κάπου αποκοιμήθηκα και με ξύπνησε η αεροσυνοδός για να μου δώσει το γεύμα μου. Καθώς προσπαθούσα να περιεργαστώ το φαγητό και να μετρήσω τις πιθανότητες που υπήρχαν να το δοκιμάσω νιώθω τη ζεστασιά ενός βλέμματος να με αγγίζει. Η γυναίκα δίπλα μου, πριν ξεκινήσει το φαγητό της γύρισε και μου χαμογέλασε. Δεν ήξερε Αγγλικά για να μου πει καλή όρεξη, μα δε διανοείτο να ξεκινήσει το φαγητό της χωρίς να το κάνει. Δεν ήξερα καν τι γλώσσα μιλούσε για να προσπαθήσω να απαντήσω κάτι, αν και νομίζω πως και να ήξερα δεν θα είχα τα λόγια. Αρκέστηκα στο να χαμογελάσω πίσω. Ο γιος της με την καδένα και τα τατουάζ τη βοηθούσε να κόψει το κρέας.
Υπάρχει ομορφιά στους ανθρώπους σκέφτηκα. Και μετά ντράπηκα. Έσκυψα το κεφάλι και θύμωσα με τη μικρότητά μου. Για τη στιγμιαία δυσφορία που ένιωσα. Για την σκέψη εκείνη που διέσχισε το διάδρομο του μυαλού μου, έστω και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Είμαι ακόμα υποχείριο της κοινής γνώμης. Σέρνομαι από στερεότυπα και προκαταλήψεις όσο κι αν θέλω να πιστεύω το αντίθετο. «Τολμάς εσύ ανθρωπάκο, μέσα στον απύθμενο εκφυλισμό σου, να αποκαλείς τον απλό και έντιμο άνθρωπο «ανώμαλο», θέτοντας ως πρότυπο «ομαλότητας» τον εαυτό σου, τον «κανονικό άνθρωπο». Τον μετράς με τα δικά σου ποταπά μέτρα και σταθμά και διαπιστώνεις ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις της ομαλότητάς σου» ουρλιάζει ο Ράιχ μέσα μου και του δίνω τα δίκια του. Είμαι ο ανθρωπάκος που περιγράφει. Να δούμε ως πότε…
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε. Ο κύριος με το κομπιούτερ και τον καφέ έφυγε το ίδιο σοβαρός όπως ήρθε. Η κοπέλα με τη ροζ φόρμα πήρε τη ροζ βαλίτσα της και χάθηκε κι εκείνη κάπου στον μικρόκοσμό της. Το ίδιο κι η γυναίκα με το γιο της. Κι έμεινα κι εγώ, χαμένη στο δικό μου μικρόκοσμο να συλλογίζομαι πως δύσκολα γλιτώνει κανείς από τη θνητότητα και τη μικρότητά του. Πως το στίγμα της κοινωνίας το κουβαλάμε πάντα μαζί μας. Και θέλει πολλούς αγώνες να σταματήσεις να είσαι ανθρωπάκος και να γίνεις σπουδαίος άνθρωπος.
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment