Οι αρθρογράφοι του Beezdom, δοκιμάζονται ξανά! Αυτή τη φορά προκλήθηκαν από ένα άλλο αρθρογράφο να γράψουν μία φανταστική, λογοτεχνική ιστορία από τον τίτλο ενός τραγουδιού. Η Ραφαέλλα Ξιούρου προκάλεσε την Κωνσταντίνα Φελλά να γράψει μία ιστορία από το τραγούδι «Την πόρτα ανοίγει το βράδυ» από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Για να δούμε Κωνσταντίνα, can you bee a story writer?
Το ακούς; Το ακούς αυτό το καρδιοχτύπι; Το δικό μου είναι. Την ανάσα; Που σαν να κόβεται κάπου στο στήθος; Την νιώθεις; Κι αυτή. Δική μου είναι. Χρόνια τώρα. Δεν σου ζητώ να νιώσεις ότι νιώθω. Να με καταλάβεις θέλω μόνο, να μ’ αγαπήσεις έτσι όπως καταφέρνω να είμαι. Δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις πως είναι! Δεν ξέρεις..
Έκλεισε το τηλέφωνο απότομα κι ευχήθηκε ο λυγμός που έκοψε την φωνή της να μην πρόλαβε να φτάσει στην άλλη άκρη του ακουστικού.
Θόλωσαν τα μάτια και στάξανε στο σκούρο της τζιν. Με χέρια τρεμάμενα και νευρικά, μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά, να φύγουν από το λαιμό της, από τους ώμους της να μην την αγγίζουν πουθενά. Τίποτα να μην την αγγίζει. Όλα γύρω μαύρισαν. Τα έβλεπε, τα άγγιζε, τα ένιωθε να φωσφορίζουν μες τα μάτια της μα, ώσπου να φτάσουν μέσα της, μαύριζαν. Να ήταν αυτή που τα ξεθώριαζε έτσι; Δεν είχε σημασία αν ο ήλιος έξω ανέτειλε ή αν ήταν ήδη στην πιο ψηλή κορφή του ουρανού. Το σκοτάδι πύκνωνε και πύκνωνε σαν να ‘ταν βράδυ. Πώς κατάντησε η ζωή της βράδυ; Γιατί; Το μυαλό της γύριζε μέσα στο κεφάλι της μα δε βολευόταν. Και έβλεπε τα χαρούμενα και χαλαρά πρόσωπα των φίλων της να λάμπουν με ένα φως που δεν μπορούσε να σηκώσει. Γιατί εκείνη δεν υπήρξε χαλαρή. Συνέχεια πάλευε με αυτό το κάτι που πάντα την προβλημάτιζε, την καθόριζε, την μείωνε. Και άντε τώρα να το εξηγήσεις.
Έπεσε βαριά στο κρεβάτι της. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά, μα τα δάκρια την βρήκαν την έξοδο. Δεν μπορούσε να τα νιώθει άλλο, δεν μπορούσε να τα βαστάξει! Θύμωνε και θύμωνε μα πάντα μαζευόταν σε μια γωνιά του δωματίου της να μην προλάβει το σκοτάδι να την αγγίξει πολύ. Μα σαν ήταν μια κουλουριασμένη μάζα στο πάτωμα εκείνο όχι μονάχα την άγγιζε, μα την έβαζε βαθιά στην αγκαλιά του.
Ξαφνικά, σαν ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μάτια κλειστά, ένα βουητό άρχισε να τρυπάει το κεφάλι της. Πετάχτηκε πανικόβλητη, τα μάτια της έγιναν δυο πελώριοι κύκλοι. Όλα γύρω της έμοιαζαν να βυθίζονται σε έναν ωκεανό βαθύ. Και εκεί ξεκινάει. Η καρδιά της χτυπούσε αδιανόητα γρήγορα και η ανάσα της έγινε ρηχή και βαριά. Η φωνή της κάπου πιάστηκε στο λαιμό της κι δεν έβγαινε πια. Έβλεπε τα πάντα γύρω της να σκοτεινιάζουν, δίχως να μπορεί να σκεφτεί ή να κάνει κάτι.
Δεν υπήρχε πια το δωμάτιο της. Υπήρχε μονάχα ένα απέραντο μαύρο, εκτός από την γωνιά που είχε πάλι κουλουριαστεί κλαίγοντας. Εκεί υπήρχε ένα θολό ξεθωριασμένο φως, με μια υποψία ζεστασιάς.
Γύριζε την πλάτη στο σκοτάδι και ανάσαινε λίγο πιο βαθιά, αλλά τρεμάμενα, σαν να ανέπνεε νοθευμένο αέρα. Έβλεπε το σκοτάδι και ένα χέρι της έσφιγγε το λαιμό. Μα κάπου βαθιά μες το σκοτάδι υπήρχε κάτι που έλαμπε αστραπιαία.
Μια πόρτα.
Ήταν όμως βαθιά μέσα στο βράδυ..
Κουλουριάστηκε ανήσυχη ξανά στη γωνιά της μέσα στην ασφάλεια του χλιαρού της φωτός. Μα δεν της ήταν αρκετό. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη δυνατά μα αλλιώτικα. Δεν ήταν φόβος πια ούτε ανησυχία.
Ήταν λαχτάρα. Λαχτάρα για όσα κρύβει πίσω της εκείνη η πόρτα. Το βλέμμα της σκλήρυνε από θυμό. Και τότε πετάχτηκε πάνω δυναμικά και τινάχτηκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε το σκοτάδι και.. άρχισε να τρέχει. Να τρέχει, να τρέχει με τα μάτια κλειστά τα πόδια κομμένα και τα χέρια ανοιχτά παραδομένα. Άρχισε να πνίγεται να μην μπορεί να πάρει ανάσα και ένιωθε την καρδιά της πια να χτυπάει έξω από το στήθος της. Όλα μαύρα και εκείνη να τρέχει με την ψυχή στο στόμα, με μια κραυγή ακουμπισμένη στα χείλη, ώσπου λίγο πριν εκπνεύσει την τελευταία της ανάσα, άρπαξε το χερούλι άνοιξε την πόρτα και..
Ανάσα. Η πιο βαθιά που πρέπει να πήρε χρόνια τώρα.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια που έσμιγαν ακόμη από τον ύπνο, δίχως να μπορεί να καταλάβει. Κοίταξε τα χέρια της, τους τοίχους της. Όλα εκεί, ντυμένα με ένα φως αλλιώτικο. Σηκώθηκε τρεμάμενη και περπάτησε μέχρι τον καθρέφτη. Αντίκρισε το πρόσωπό της και ρίγησε. Το βλέμμα που ανάβλυζε απ τα μάτια της.. Κουρασμένο, μα έντονο, σίγουρο.
Κάποιος ήχος την ενοχλούσε, ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή της. Κάποιος της είχε αφήσει μήνυμα.
Η φωνή του θολή κάτι έλεγε για υπερβολές, υπομονή και κάτι άλλο για κατανόηση. Δεν είχε πολύ σημασία πια. Η μορφή στον καθρέφτη χαμογελούσε με περηφάνια. Με αποδοχή.
Ναι έξω ήταν ακόμη βράδυ, μα ήξερε πως δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα.
Ναι, έξω ήταν ακόμη βράδυ, μα χαμογελούσε.
[zombify_post]
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
***Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: ak.picdn.net
What do you think?
Show comments / Leave a comment