Loading

Τα κλειδιά.

Οι αρθρογράφοι του Beezdom, δοκιμάζονται ξανά! Αυτή τη φορά προκλήθηκαν από ένα άλλο αρθρογράφο να γράψουν μία φανταστική, λογοτεχνική ιστορία από τον τίτλο ενός τραγουδιού. Η Κυριακή Χριστοδούλου προκάλεσε την Ευανθία Ευγενίου να γράψει μία ιστορία από το τραγούδι «Τα κλειδιά» της Δέσποινας Βανδή.

Για να δούμε Ευανθία, can you bee a story writer?

Αλέξανδρος:

Ήταν τα δικά μας κλειδιά. Η δική μας φυλακή που μας απελευθέρωνε.

Πως μπόρεσε να μου κάνει κάτι τέτοιο; Ποτέ δε με αγάπησε.

Θα πάρω πίσω τα κλειδιά.  Δεν της αξίζουν οι αναμνήσεις. Εγώ θα την ανοίξω, όταν μπορέσω να ξεκλειδώσω το μέσα μου. Κλείδωσα !

Πηνελόπη:

Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα, με ότι έχει μείνει εδώ δικό σου, τον χρόνο χρόνια τον παγώνω, εκεί που διάλεξε η ψυχή. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα στο πιο μικρό χαμόγελο σου, που μια στιγμή αρκούσε μόνο, να γίνεις όλη μου η ζωή !

Εγώ θα μείνω, θα μείνω λίγο ακόμα…

Μια μέρα, άλλαξα τον κόσμο να στον δώσω, μπροστά στη πόρτα σου με έβγαλε η καρδιά… Μα όσο κι αν πάλεψα το φως να ξεκλειδώσω, στα δάχτυλα μου,

‘μείναν πάντα τα κλειδιά.

…10 χρόνια , ένας πλατωνικός έρωτας που δε κατάφερε να ολοκληρωθεί.

 Η Πηνελόπη κι ο Αλέξανδρος, αγαπήθηκαν παράφορα. Κι είναι από εκείνες τις αξιοζήλευτες αγάπες, που στη ζωή όλοι περιμένουν να βιώσουν, έστω κι αν η μοίρα επιφυλάσσει τις πιο ανέντιμες της πράξεις.

1962. Από τη πρώτη κιόλας μέρα που συναντήθηκαν, κλείδωσαν για πάντα.

18 χρονών η Πηνελόπη κι ο Αλέξανδρος 20. Σε ένα ραφτάδικο, μέσα στα στενά του Κολωνακίου, με το που ενώθηκαν τα βλέμματα τους, ένας αιώνιος έρωτας χωρίς φραγμούς, ξεκίνησε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια της ατέρμονης Αθήνας.

Η μαμά της Πηνελόπης, μια γυναίκα χαμηλών τόνων μέχρι αηδίας, αλλά καλόκαρδη και συμπονετική επισκέφτηκε το πιο διάσημο υφασματοπωλείο της πόλης. Δε γινόταν συχνά αυτό, μιας και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας δε βρισκόταν και στη καλύτερη της κατάσταση.

Αυτό που γινόταν σπάνια όμως εκείνη την εποχή, είναι το να σμίγουν δύο άνθρωποι από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ο διάσημος ιδιοκτήτης λοιπόν, ήταν ο πατέρας του Αλέξανδρου.

Παρ’ όλες τις κοινωνικές ανισότητες τους, έζησαν τα 3 ομορφότερα χρόνια της ζωής τους, μέχρι να καταφέρουν να τους χωρίσουν μια για πάντα. Ο έρωτας τους, αν και δεν ήταν ολοκληρωμένος, ήταν τόσο δυνατός, πέραν από κάθε σαρκική επιθυμία. Τα φιλιά κι οι αγκαλιές τους, θαρρείς πως σχημάτιζαν ένα σώμα. Μα έτσι δεν είναι η αγάπη κι ο έρωτας;  Τα δύο σμίγουν και γίνονται ένα. Και μετά, άντε να ξαναβρείς το σώμα σου. Το είναι σου, τον εαυτό σου..

…Αυτή η Ιφιγένεια, εκπροσωπούσε πολύ καλά το όνομα της. Ισχυρή, επικίνδυνη και αδίστακτη. Παρόλο που ο Πίτερ, ο παιδικός φίλος του Αλέξανδρου ήταν πάντοτε ερωτευμένος μαζί της, εκείνη προτιμούσε να ξεμοναχιάζει τον Αλέξανδρο από μικρό παιδί, μα όχι από έρωτα. Καπρίτσιο κι άνεση αναζητούσε, για την οικονομική του κατάσταση. Εκείνος από την άλλη, δεν ήθελε ποτέ να την πλησιάσει. Μια κοπέλα χωρίς φίμωτρο, που με το που άνοιγε το στόμα της, όλο κακία και αναλήθεια έβγαζε. Φαινόταν η φάρα της από μακριά. Ψηλόλιγνη, μελαχρινή με μαύρα εκφραστικά μάτια, που έκρυβαν όλο το μίσος που θα μπορούσε να χωρέσει μέσα σε άνθρωπο. Όμορφη.. Πολύ όμορφη. Μα με το ύπουλο και ψεύτικο χαμόγελο της, γινόταν η πιο άσχημη γυναίκα στον κόσμο.

Η Πηνελόπη από την άλλη, γυναικάρα. Σώμα ψηλό με τις πιο όμορφες καμπύλες που διέγραφαν πάνω της όλα τα όνειρα και τις επιδιώξεις που είχε. Δέρμα λευκό και ένα ζευγάρι γαλαζοπράσινα μάτια που ένωναν όλο τον ουρανό και τη θάλασσα με την ομορφιά ολάκερης της φύσης. Μέσα στα μάτια της κρυβόταν ο κόσμος όλος. Εκείνος ο ταπεινός και αξιαγάπητος κόσμος που αγάπησε κι ο Αλέξανδρος.

Ποιος να το περίμενε. Από ένα τόσο συγκρατημένο και εσωστρεφή άνθρωπο, που δεν έδινε την εμπιστοσύνη και την αγάπη του σχεδόν πουθενά. Ένας ψηλός καστανόξανθος γεροδεμένος άνδρας με ένα πλατύ και αψεγάδιαστο χαμόγελο, που το φύλαγε για όποιον το άξιζε πραγματικά. Δε θα κέρδιζες τόσο εύκολα το χαμόγελο και τη καρδιά του.  Έτσι, τα μάτια της Πηνελόπης, έγιναν και τα δικά του μάτια εφόσον μέσα από αυτά, αντικατοπτριζόταν όλη η αθωότητα και η αξιοπιστία που έψαχνε. Αυτά τα μάτια είναι που έκρυψαν κι όλη την αγάπη που δε πρόφτασε να ξεχειλίσει. Ή μάλλον που ξεχείλισε τόσο, που από τον πόνο είχε απομείνει μία ή δύο υπάρξεις, που επιβίωναν μετά δυσκολίας αντί να ζουν τα καλύτερα τους χρόνια…

Οι όμορφοι νέοι, συνήθιζαν να συναντιούνται σε μία αποθήκη με υφάσματα λίγα στενά πιο κάτω. Παλιά υφάσματα που θα προορίζονταν για το ραφτάδικο. Εκεί ήταν η μικρή τους ερωτική φωλίτσα. Την προτελευταία νύχτα πριν φύγει ο Αλέξανδρος για τις σπουδές του στην Ισπανία, ζωγράφισε κι αυτός πάνω στο σώμα της, όλα τα όνειρα που είχαν από κοινού και όλη την αγάπη και τον έρωτα του. Ήταν η πρώτη τους νύχτα μαζί ! Τα 2 σώματα έσμιξαν κι έγιναν μια οπτασία. Χάθηκαν. Το καλοκαιριάτικο αεράκι που σφύριζε δειλά από το μικρό ξύλινο παράθυρο, έδωσε άλλη νότα στον ιδρώτα του πάθους και των μεθυστικών φιλιών τους, που ταξίδευαν ασταμάτητα πάνω στα σώματα τους, μέχρι το φως της χαραυγής.

Τα βογκητά και τα ατέλειωτα σ΄ αγαπώ που χόρευαν τα σώματα τους, είχαν μεταφέρει τόσο πολύ την πνοή του ρυθμού σε όλο τον χώρο, που ξαφνικά έβλεπες τα υφάσματα να κινούνται σε ρυθμό βαλς, παρέα με το γλυκό αεράκι που έμπαζε από την απαραίτητη σχισμή του παραθύρου. Έτσι αποχαιρετίστηκαν και επισφράγισαν τον έρωτα τους, περιμένοντας την επόμενη φορά που θα ξαναενώνονταν.

«Αγέρες που ανασαίνουν πάνω από τη Θάλασσα μου. Ολόγιομα φεγγάρια που δε γίνονται ποτέ μισά. Ζεστασιά στον παγετώνα μου. Η ωραιότερη ταραχή που αναστατώνει τη γαλήνη μου. Το πιο ήρεμο μου ξέσπασμα. Το φυλαχτό που φοβάμαι μπας και το χάσω. Κι είναι που δε ζω για μένα. Κι είναι που είμαι εσύ. Σμίχτηκα τόσο που αν χαθείς, δε θα με βρει ποτέ κανείς..»

 Όταν η Πηνελόπη αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του, την τύλιξε με ένα εκρού ύφασμα και φιλώντας την ευλαβικά στο μέτωπο, ξεγλίστρησε σιγά σιγά από τα χέρια της που απλώθηκαν σε όλο του το στήθος, αφήνοντας της το γράμμα:

Θα γυρίσω και θα ζήσουμε για πάντα μαζί. Σ΄ αγαπάω ! Σου αφήνω μέσα στον φάκελο τα κλειδιά της αποθήκης. Να μας σκέφτεσαι μέχρι να γυρίσω. Γρήγορα περνάει ο καιρός. Θα δεις , θα τα καταφέρουμε έρωτα μου. Δικός σου αιώνια!

Αν την περίμενε να ξυπνήσει δε θα έφευγε ποτέ! Έτσι κι έφυγε.… Σπούδαζε μα η σκέψη του ήταν πάντα στη Πηνελόπη. Κι αυτή, ένιωθε πως εκείνη η νύχτα, άξιζε για χίλιες. Έτσι καρτερούσε και έπαιρνε δύναμη…

 Η Ιφιγένεια όμως, καιγόταν για να το αλλάξει αυτό. Τόσο καιρό δεν έδειχνε το πραγματικό της πρόσωπο, μα με το που έφυγε ο Αλέξανδρος, κανόνιζε το έδαφος του χωρισμού τους με τη βοήθεια του πατέρα και της μητέρας του Αλέξανδρου. Πήγαινε στη Πηνελόπη και με τη πονηρία του «συμπαραστάτη», έκανε τα πάντα για να αποσπάσει πληροφορίες για τη σχέση τους.

Έτσι, μετά από 4 μήνες του έστειλε ένα κουτί με δύο γράμματα. Το ένα γράμμα έλεγε:

Αγαπητέ μου Αλέξανδρε. Δυστυχώς δεν αντέχω άλλο αυτή την ανυπόφορη απόσταση που ζούμε. Δε μπορώ να συνεχίσω να κάνω πράξη το γράμμα που μου άφησες πριν φύγεις. Δεν είσαι εδώ και δε μπόρεσα να καταπιέσω τα συναισθήματα μου. Προχώρησα τη ζωή μου και αρραβωνιάστηκα τον Πίτερ. Τον αγαπώ και μόνο μαζί του θέλω να κάνω οικογένεια. Λυπάμαι! Προχώρα και ξέχασε με.

Πηνελόπη..

Το άλλο γράμμα, ήταν το χαρτάκι που άφησε ο Αλέξανδρος στην Πηνελόπη πριν φύγει, την τελευταία τους νύχτα.

Και μέσα στο κουτί…. Ήταν το ύφασμα που την σκέπασε το βράδυ εκείνο.

Δε την έφτασε βέβαια που έκλεψε από την Πηνελόπη όσα της είχαν απομείνει από τον Αλέξανδρο, φρόντισε βέβαια, τα γράμματα που θα έστελνε εκείνος στην Πηνελόπη, να τα παραλαμβάνει η Ιφιγένεια και η οικογένεια του μέσα από το γραμματοκιβώτιο του ραφτάδικου, δωροδοκώντας μια και έξω τον ταχυδρόμο, για όλα τα χρόνια που θα σπούδαζε ο Αλέξανδρος στο εξωτερικό.

Φρόντισε και για αυτό, αλλά και για τον υποτιθέμενο Θάνατο του Αλέξανδρου, σκηνοθετημένο μέσα από τα δικά της δηλητηριώδη μάτια κι αποτυπώνοντας το πάνω σε χαρτί με τη διεύθυνση της Πηνελόπης. Το μακρινό ταξίδι σύμφωνα με τη περιγραφή κάποιου συμφοιτητή του, οφείλεται μια ασθένεια που μέσα σε λίγους μήνες τον είχε εξοντώσει.

Ο Αλέξανδρος διαβάζοντας όλα αυτά, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δύο αγάπες μέσα σε λίγα λεπτά, η παιδική του φιλία και ένας έρωτας αγιάτρευτος, γκρεμίστηκαν με μιας !

Η Ιφιγένεια από την άλλη εξαφανισμένη από την πόλη, σχεδίαζε την ύπουλη επανασύνδεση της με τον Αλέξανδρο κι η Πηνελόπη , να γίνεται ένα ανθρώπινο κουρέλι, χωρίς την παραμικρή στάλα για ζωή. Η μια μέρα διαδεχόταν την άλλη, χωρίς κανένα νόημα. Το μόνο που της έδινε νόημα για ζωή, ήταν το κοριτσάκι της, καρπός του έρωτας της με τον Αλέξανδρο, που δε πρόφτασε ποτέ να μοιραστεί μαζί του, εφόσον μόλις ετοιμαζόταν να τον επισκεφτεί, έλαβε το φαρμακερό γράμμα για τον θάνατο του.

Εκείνη που τον επισκέφτηκε όμως, ήταν η Ιφιγένεια. Δεν έχασε καθόλου χρόνο να τον τυλίξει στα δίχτυα της και να τον παντρευτεί, ενώ παράλληλα ζούσε τη ζωή της με άλλους είκοσι τυχαίους που βρέθηκαν στο δρόμο της. Βίος και Πολιτεία. Όταν λοιπόν η Ιφιγένεια έμεινε έγκυος και δεν ήξερε ποιου ήταν το παιδί, ο Αλέξανδρος ένιωθε ξανά άλλος άνθρωπος που κατάφερε να προχωρήσει τη ζωή του και να κάνει οικογένεια, έστω και σε μια συγκαταβατική σχέση.

Έστω κι αργά όμως, φανέρωσε το πραγματικό της πρόσωπο. Ο Αλέξανδρος τα ανακάλυψε όλα μέσα σε ένα μπαούλο που έκρυβε η Ιφιγένεια, παρέα με όλες τις κάρτες των εραστών της από τους οποίους έμαθε πως διατηρούσε σχέσεις τα τελευταία χρόνια.

Όταν οι σπουδές του έλαβαν τέλος, ο Αλέξανδρος επιστρέφει πίσω για να επισκεφτεί τους γονείς του και για να πάρει το μοναδικό που του άνηκε. Την Πηνελόπη.

Πήγε στην αποθήκη… Χτύπησε τη πόρτα και του ανοίγει η Αλεξάνδρα. Ένα κοριτσάκι ολόιδιο με εκείνον. Το δικό του κοριτσάκι.

Ποιος είναι ; Ακούστηκε μια φωνή στο βάθος.

Αγάπη μου…. Πηνελόπη ;

Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να καρφώσει το βλέμμα του στο πρόσωπο που θα φανερωνόταν μπροστά του. Η αποθήκη, ήταν γεμάτη αναμνήσεις και τώρα που την ξαναέβλεπε, ζούσε την κάθε στιγμή απ’ την αρχή.

Και έρχεται στο φως η κυρά Άννα, η μητέρα της Πηνελόπης η οποία είχε σαστίσει και είχε σοκαριστεί που έβλεπε ξανά τον Αλέξανδρο μπροστά της.

Άκουσε προσεκτικά τι είχε να της πει…

Μέχρι που ήρθε και η δική της σειρά.

Η Πηνελόπη παιδί μου… Έφυγε.. Δεν άντεξε μακριά σου κι απ’ το μαράζι και τον πόνο της έφυγε ελπίζοντας πως θα σε συναντήσει σε μια άλλη ζωή. Δεν ήταν γραφτό σας γιε μου.

 Σου άφησε όμως το μεγαλύτερο δώρο. Την Αλεξάνδρα. Αυτή θα είναι η γυναίκα της ζωής σου από δω και στο εξής.

Λυπάμαι!

…Και κάπως έτσι κλειδώνουν τα όνειρα. Μέσα σε μια αποθήκη, με μια σφυρίχτρα καλοκαιρινή απ’ τη σχισμή του παραθύρου. Με ένα «δικός σου αιώνια». Με ένα «Περίμενε με». Με μια ανάσα, τόσα χρόνια…

Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας μέσα στα άδικα και δόλια αυτού του άτιμου κόσμου. Μια αποθήκη αναμνήσεις και ένα ζευγάρι κλειδιά, για να μας υπενθυμίζει το πόσα ζήσαμε και το πόσα δειλιάσαμε να ξεκλειδώσουμε. Για μια ψεύτικη καλοστημένη φάρσα, στερηθήκαμε τις πιο ευτυχισμένες μας στιγμές και τα όνειρα που με τόση λαχτάρα και τόσο κόπο ζωγραφίσαμε.

Συγγνώμη αγάπη μου… Θα μεγαλώσω το παιδί μας με όλη την αγάπη που σου έχω στερήσει.

«Μα εγώ για το μετά φοβάμαι. Για εκείνη τη μέρα που δε θα είναι ο χωρισμός η δική μας απόφαση. Βλέπεις, κάποιοι το κάνουν με περίσσια ευκολία και δεν ήθελα ποτέ να είμαι ένας απ’ αυτούς. Μα εγώ φοβάμαι αν σε ξαναβρώ. Ίσως σε κάποια άλλη ζωή, σε κάποιο συναπάντημα της φύσης, να είσαι κάπου εκεί να με περιμένεις. Κι εγώ σου το ορκίζομαι.. Παντού θα σε ψάχνω..»

Σ΄αγαπώ..

[zombify_post]

***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com

***Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: anapnoes.gr

svg

What do you think?

Show comments / Leave a comment

Leave a reply

svg
Quick Navigation
  • 01

    Τα κλειδιά.