Από τον 5ο κιόλας αιώνα προ Χριστού, ίσως και νωρίτερα, οι Κύπριοι χρησιμοποιούσαν επώνυμα. Η ανάγκη χρήσης επωνύμων, επήλθε αρχικά με την αύξηση του πληθυσμού σε μερικές κοινότητες και ακολούθως έγινε επιτακτική. Με το πέρασμα των χρόνων επικράτησε κυρίως το πατρωνυμικό επώνυμο ή το παρωνύμιο. Τα νεογέννητα, δηλαδή, αποκτούσαν για επώνυμο το όνομα του πατέρα τους, σε κλίση γενική ή τους δινόταν το παρατσούκλι του.
Λίγα χρόνια μετά την εγκατάσταση των Άγγλων, το 1925, στο νησί αποφασίστηκε η έκδοση δελτίων ταυτότητας, σε όλους τους Κύπριους. Στο δελτίο, εκτός από το ονοματεπώνυμο, αναγραφόταν και το όνομα πατρός και γι’ αυτό το λόγο, όσοι δεν είχαν πατρωνύμια, τους ζητήθηκε να υιοθετήσουν, για επώνυμο, το όνομα του παππού τους.
Αντρέας Γεωργίου του Αντώνη
Μαρία Δημητρίου του Λευτέρη
Στο σχηματισμό παρωνυμίων συνέβαλαν διάφοροι παράγοντες. Τα παρωνύμια ως συνήθως προέκυπταν από την εξωτερική εμφάνιση, τις ικανότητες ή το χαρακτήρα κάποιου, αλλά και από το επάγγελμά του, το αξίωμά του ή την καταγωγή του. Πολλές φορές με παρατσούκλια «βαφτίζονταν» κάποιοι για τις ανικανότητες τους, τη νοοτροπία τους ή κάποιο ιδιαίτερο τους χαρακτηριστικό.
Ππίντης, από τουρκική λέξη που σημαίνει τσιγγούνης, φιλάργυρος.
Σακκάτος, αυτός που φοράει σακάκι, ο πλούσιος.
Τίτσιρος, ο γυμνός, αυτός που δεν έχει ρούχα να φορέσει, ο φτωχός.
Σπαρτιάτης, κάποιος που ήταν δυνατός.
Βρακάς, αυτός που φορούσε βράκα, το κυπριακό παραδοσιακό ένδυμα των αντρών.
Ττάκκας, ο ττακκουρημένος, ο τρελός.
Πουλλαϊδης, προέρχεται από το πουλί, ο κυνηγός.
Ποσπορής, από το ποσπόριν, το μοναχοπαίδι.
Σιειλάς, αυτός που έχει μεγάλα χείλη.
Πιρίλλης, από τουρκική λέξη, στα κυπριακά το πιριλλί, που σημαίνει βόλος.
Μιτσής, ο μικρός (σε ηλικία).
Άνιφτος, αυτός που δεν πλενόταν.
Φόκος, προέρχεται από την ιταλική λέξη fuoco που σημαίνει φωτιά.
Κούρτης, από γαλλική λέξη που σημαίνει δικαιοσύνη, (εικάζω) ο δικαστής. Ράφτης και Φάντης (από το υφαντής), Μαραγκός, Κασάπης, Μηχανικός και διάφορα άλλα επαγγέλματα.
Εγγλέζος, Ρώσος, Γάλλος, Μοσκοβίτης (από τη Μόσχα) κτλ. αλλά και Παφίτης, Βαρωσιώτης, Ακαθκιώτης κτλ. εννοείται ότι έχουν να κάνουν με την καταγωγή.
Το ρόλο τους στη διαμόρφωση παρατσουκλιών είχε και η φύση και αρκετά είχαν να κάνουν με ζώα ή δέντρα.
Πέζουνος, Τρασιήλας, Στρούφος, Αλουπός, Μισιαρός, Τσούρας, Μούγης (από τη μύγα), Ψύλλος, Συκαλλίδης (από το παστό σύκο), Φελλούκας (από τη φυλλούκα που είναι είδος καπνού) κ.ά.
Επιδράσεις στα επώνυμα των Κυπρίων υπήρξαν εξαιτίας των διάφορων ιστορικών περιόδων, όπως η ίδρυση της χριστιανικής εκκλησίας, το 45 μ.Χ., και, φυσικά, εξαιτίας των διαδοχικών κατακτητών που πέρασαν από την Κύπρο.
Αβραάμ, Δανιήλ, Σαμψών, Ισαάκ, κ.ά. είναι εβραϊκά ονόματα που προσήχθησαν στην Κύπρο μετά το 33 μ.Χ. για τον εκχριστιανισμό των κατοίκων.
Πρωτοπαπάς, Παπαδάκης, Ψάλτης προέρχονται από εκκλησιαστικά αξιώματα.
Μαρωνίτης, λόγω θρησκείας.
Η χρησιμοποίηση παραγωγικών προθημάτων ή επιθημάτων, δηλαδή η προσθήκη στην αρχή ή στο τέλος του επωνύμου είχε σκοπό να προσδώσει λίγο περισσότερο επεξηγηματικό χαρακτήρα στο επώνυμο κάποιου. Το πρόθημα Παπα– το αποκτούσαν οι ίδιοι οι κληρικοί ή οι απόγονοι τους. Το Χατζη– έχει να κάνει με τους Χριστιανούς Ορθόδοξους που έχουν επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους και έχουν βαφτιστεί στον ποταμό Ιορδάνη. Το Καρα– προέρχεται από τουρκική λέξη και σημαίνει μαύρος, άρα ίσως έχει να κάνει με το χρώμα του δέρματος. Όσον αφορά στα επιθήματα, την κατάληξη, δηλαδή, που έχουν τα επώνυμα, συνήθως πρόδιδαν την καταγωγή κάποιου ή την κοινωνική ανέλιξή του.
Παπαδημητρίου, απόγονος κάποιου Πάτερ Δημήτρη.
Χατζηβασιλείου, απόγονος κάποιου που πήγε στα Ιεροσόλυμα και βαφτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό.
Καραντώνη, (εικάζω) κάποιος που είχε παππού ή πατέρα που τον έλεγαν Αντώνη και ήταν πολύ μελαχρινός.
Πιερέττης, Γιώρκατσος, Παυλάτζης κ.ά. επίδραση στα επιθήματα λόγω ενετοκρατίας.
Αθανασιάδης, Κορονίδης κ.ά. σε -ίδης ή -άδης, παρόλο που πολλά μπορεί να σχετίζονται με Έλληνες του Πόντου και να έχουν αρχαιοελληνικές ρίζες, η κύρια σχέση τους με τα κυπριακά επώνυμα έχουν ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα. Όταν κατεύθασαν στο νησί εύπορες οικογένειες Ελλήνων, κυρίως έμποροι και δάσκαλοι, οι περισσότεροι είχαν επώνυμα που τελείωναν έτσι. Οι Κύπριοι τους είχαν ως πρότυπα και έτσι αρκετοί Κύπριοι που θεωρούνταν πετυχημένοι ή έιχαν εξελιχθεί κοινωνικά αποκτούσαν το επίθημα -ίδης ή -άδης στο επώνυμό τους.
Μερικά επώνυμα μας κάνουν να καταλάβουμε γιατί επικράτησε και η άποψη: παρά να σου φκει το όνομα, καλλίτερα να σου φκει τ’ αμάτι.
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment