Loading

Συναυλία.

Οι αρθρογράφοι του Beezdom, δοκιμάζονται ξανά! Αυτή τη φορά προκλήθηκαν από ένα άλλο αρθρογράφο να γράψουν μία φανταστική, λογοτεχνική ιστορία από τον τίτλο ενός τραγουδιού. Η Μαρίνα Πολυκάρπου προκάλεσε τον Ζαφείρη Χατζησωτηρίου να γράψει μία ιστορία από το τραγούδι «Συναυλία» της Χαρούλας Αλεξίου.

Για να δούμε Ζαφείρη, can you bee a story writer?

Είχε πάει κιόλας έξι. Το σχέδιό του θα έμπαινε σε εφαρμογή τα αμέσως επόμενα λεπτά. Σε κάτι τέτοιες περιστάσεις πάντα προνοούσε να φοράει άνετα ρούχα. Ένα ξεβαμμένο μαύρο φούτερ με κουκούλα, ένα σχετικά φαρδύ για το ανάστημά του μπλου τζιν και μαύρα αθλητικά παπούτσια. Μπήκε κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο και άρχισε να ψαχουλεύει το μικρό, ξύλινο και καλογυαλισμένο κουτάκι, που πάντα βρισκόταν σε περίοπτη θέση, κάποτε πάνω στο έπιπλο μπροστά από τον καθρέφτη και κάποτε ακουμπημένο στο κομοδίνο.

Του είχε τάξει η μάνα του να τον πάει στη Μέκκα, μα ποτέ δεν κατάφεραν να πάνε για προσκύνημα. Δύο κιλά γεννήθηκε, ο άμοιρος, όμως ήταν πάντα γερός. Το σκούρο του δέρμα έδενε με τα μαύρα μαλλιά του και τα μάτια του έσταζαν μέλι. Μεγαλώνοντας το σώμα του γέμισε ουλές από τους καυγάδες και τις μαλακίες που τον έδερναν. Η πιο μεγάλη όμως δεν βρισκόταν στο δέρμα. Η καρδούλα του το ξέρει κι αυτουνού.

Το πιστόλι δεν ήταν και κάτι που να προκαλούσε φόβο στους ένοικους της πολυκατοικίας, που ορθωνόταν μπροστά του. Αρκεί βέβαια να μην έβλεπαν την κάννη στραμμένη πάνω τους. Οι περισσότεροι, πλέον, έχουν ένα καλού κακού. Ο Σάμι το φοβότανε όσο τίποτα άλλο κι ας μην το έδειχνε σε κανένα. Είχε δει τις δυνατότητες ενός όπλου και ήξερε από πρώτο χέρι, πως δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Παρόλα αυτά δεν είχε άλλη επιλογή. Μέσα στο κουτί, υπήρχε ό,τι χρειαζότανε για το ραντεβού στο ρετιρέ του εβδόμου ορόφου. 250 ευρώ μετρητά, ένα παλιό ρολόι, 6 σφαίρες και ένα περίστροφο. Δεν ήταν η μοναδική φορά που το έπιανε στα χέρια του. Αυτή τη φορά όμως το είχε σχεδιάσει από καιρό.

Το εισιτήριο για τη συναυλία είχε σκιστεί στην άκρη, όμως η αξία του ήταν ανεκτίμητη. Το έβγαλε από την τσέπη του, το γλυκοκοίταξε μια τελευταία φορά παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, γύρισε προς τον φωτεινό πίνακα και πάτησε το κουμπί με τον αριθμό 7. Προχώρησε στο τέλος του διαδρόμου και κοντοστάθηκε για λίγο, πριν κτυπήσει με δύναμη την πόρτα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε απορημένος ο Μουσταφά, δείχνοντας φανερά πως δεν περίμενε κανένα στο κατώφλι του τέτοια ώρα. «Φύγε! Είναι ακόμα νωρίς» είπε μετά από λίγο. «Μα μου είπες να περάσω νωρίτερα» απάντησε ο Σάμι χωρίς να το καλοσκεφτεί. «Έχω το εισιτήριο. Έλα, άνοιξε, δεν έχω χρόνο για χάσιμο!» είπε και κρύος ιδρώτας τον έλουσε ξαφνικά. Τράβηξε και έβγαλε το όπλο που είχε στερεωμένο στη ζώνη του, σιγομουρμούρισε ένα τώρα θα δεις και περίμενε να ακούσει την πόρτα να ανοίγει.

….

Ο κόσμος όλο και πύκνωνε όσο περνούσε η ώρα. Το φως της μέρας έξω αδυνατούσε σιγά-σιγά και η σκηνή στο μικρό θέατρο ήταν έτοιμη να υποδεχθεί τους καλλιτέχνες. Ένας διαπεραστικός κρότος ακούστηκε από μακριά, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Λες και αν καταλάβαινε κανείς το παραμικρό θα σηκωνότανε να πήγαινε να δει συμβαίνει. Μόνο ο Σάμι ήξερε και θα έπρεπε να βιαστεί αν δεν ήθελε να το μάθουνε κι άλλοι σύντομα. Πέρασε την κουκούλα στο κεφάλι του και έφυγε αμέσως, με τον ίδιο τρόπο που είχε ανέβει προηγουμένως.

Η μπάντα είχε πάρει θέση και ο τραγουδιστής κατευθυνόταν στο κέντρο της σκηνής. Η συναυλία ξεκινούσε. Το αίμα άρχισε να πήζει και οι αρχές έλαβαν την πρώτη κλήση από την κακόφημη γειτονιά. Ποτέ δεν ήταν για καλό. Άλλο ένα πρεζόνι είχε μπλεξίματα. Στον Σάμι όμως δεν καιγότανε καρφί. Η συναυλία έτσι κι αλλιώς είχε αρκετό δρόμο ακόμα. Και ο κόσμος που ήτανε εκεί, ούτε και δαύτου του καιγότανε καρφί. Έδειξε το εισιτήριο στους θυρωρούς και έγινε ένα με το πλήθος.

SOLD OUT έγραφε με μεγάλα κόκκινα γράμματα με το που έμπαινες στην ιστοσελίδα με τα εισιτήρια. 1499 άτομα. 1497 άγνωστοι για τον Σάμι. 1497 άνθρωποι που δεν ήξεραν ποιος ήταν. Κανένας δεν θα το έκλεγε αυτό το ρεμάλι που σκότωσε, έτσι κι αλλιώς. Το μικρό θέατρο φιλοξενούσε ένα Death Metal συγκρότημα. Τραγική ειρωνεία να κυκλοφορεί και ένας δολοφόνος ανάμεσα στο πλήθος.

Ο Σάμι ανέβαινε ένα ένα τα σκαλιά ψάχνοντας τον διάδρομο F. Εκεί, από τη θέση 36F θα ξεκινούσαν όλα. Κρύις ιδρώτας. «Σαλάμ αλέκουμ αδελφέ» ψιθύρισε στον νεαρό Μωχάμετ, που στεκόταν στη διπλανή θέση. Έκανε κίνηση να τον αγκαλιάσει, βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες του. Μαζί έβγαλε και το μικρό πιστόλι που κουβαλούσε από το απόγευμα. Ένας διαπεραστικός κρότος ακούστηκε στον κλειστό χώρο. Χωρίς να χάσει χρόνο κινήθηκε προς τη σκηνή. Ο κόσμος έτρεχε πανικοβλημένος και ο κιθαρίστας προσπαθούσε ακόμα να καταλάβει τι γινόταν.

Το μικρόφωνο βρισκόταν παρατημένο στο σανίδι. Ο Σάμι κάθισε δίπλα του, το σήκωσε, καθάρισε τον λαιμό του και είπε: «Με λένε Σάμι Αμιμούρ. Μακάρι να μπορούσα να γυρνούσα τον χρόνο πίσω. Όλα θα ήταν καλύτερα. Σαλάμ αλέκουμ (Ειρήνη υμίν)».

Αφιερωμένο στη μνήμη των θυμάτων του θεάτρου Bataclan – 13 Νοεμβρίου 2015

[zombify_post]

***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com

***Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: static.wixstatic.com

svg

What do you think?

Show comments / Leave a comment

Leave a reply

svg
Quick Navigation
  • 01

    Συναυλία.