Η επιλογή μου για το πρόσωπο που θα ήθελα να εισακουστεί η προσωπική του ιστορία έγινε συνειδητά, εφόσον θεωρώ ότι η εμπειρία της Σώτιας όχι μόνο είναι αξιόλογη, αλλά ταιριάζει απόλυτα και με τον νεανικό χαρακτήρα του site. Πρόκειται για ένα κορίτσι που παρά το νεαρό της ηλικίας της, διαθέτει ώριμες συμβουλές για τους νέους, καθώς προσπαθεί πάντοτε να βοηθάει με κάθε τρόπο, δίνοντας εμπειρικά λόγια αισιοδοξίας αλλά και έμπρακτα, όσους το έχουν ανάγκη. Ποιο γεγονός οφείλεται σε αυτό της το χάρισμα και τι την έκανε να δημιουργήσει τον χαρακτήρα που έχει σήμερα;
Η ιστορία ξεκινάει με αφετηρία το φθινόπωρο του 2018 και την Σώτια να βρίσκεται στην ηλικία των 17 ετών. Εκείνη την περίοδο σε γενικές γραμμές η ζωή της κυλούσε ομαλά, σαν ένα μέσο έφηβο παιδί της ηλικίας της. Το έναυσμα για την ραγδαία μεταλλαγή της κανονικότητας της, όμως, δόθηκε ένα βράδυ που ήταν διαφορετικό από τα αλλά. Παρόλο που είχε ξαπλώσει φαινομενικά υγιέστατη, ξύπνησε από τον υπερβολικό ιδρώτα και τότε η ιστορία της παίρνει μορφή.
H επίσκεψη της στην παιδίατρο ήταν άμεση, αφού εκτός από τον υπερβολικό ίδρωτα, ψαχουλεύοντας το πίσω μέρος της κεφάλης της ανίχνευε μικρά κουβαράκια, όπου αυτά προκαλούσαν φοβερό και πρωτόγνωρο πονοκέφαλο. Το σωματικό φούσκωμα που παρατήρησε η παιδίατρος ήταν ακόμα ένα στοιχείο ώστε να υποψιαστεί ένα συγκεκριμένο αυτοάνοσο νόσημα. Στη συνέχεια, ακολούθησαν αρκετές εξετάσεις από μερικά ιδιωτικά νοσοκομεία της Λευκωσίας. Όλες οι εξετάσεις έδειξαν ότι ήταν υγιέστατη. Η εξέλιξη όμως δεν ήταν όπως ευχόταν. Η εισαγωγή της στο American Medical Centre ήταν πλέον μονόδρομος, αφού η έντονη αδιαθεσία σε συνδυασμό με τα συμπτώματα τα οποία μέρα με την ημέρα ήταν ακόμα πιο πολλά, πιο έντονα και πιο επώδυνα, δεν της επέτρεπαν να ζει στο σπίτι της.
Γι’ αυτό τον λόγο αναγκάστηκε να νοσηλευτεί εκεί και μετέπειτα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αλλά και στην Γερμάνια. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στην Κύπρο, η εξέλιξη της υγείας της είχε μόνο κατηφορική πορεία. “Ήμουν απογοητευμένη από την αντιμετώπιση των «ειδικών υγείας» προς το πρόσωπο μου και προς τους γονείς μου, με εξαίρεση κάποιους που δυστυχώς είναι ελάχιστοι. Με μείωναν, με κοροϊδεύαν μπροστά και πίσω μου. Έπαιζαν όχι μόνο με την δική μου νοημοσύνη αλλά και της οικογένειας μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι απέδιδαν τον υπερβολικό ιδρώτα, που ήταν και ένα από τα βασικά συμπτώματα μου, στο ότι σκεπαζόμουν με κουβέρτες και έτσι να τον δικαιολογούν «επιστημονικά». Ο λόγος που σκεπαζόμουν με κουβέρτες, είναι γιατί ο ίδρωτας μου ήταν τόσο πολύς που στέγνωνε πάνω μου και αυτό μου προκαλούσε μεγάλο ρίγος. Παρόλο που με έδιωξαν ως «αδιάγνωστη», ξαναγύρισα αφού ήταν η μόνη μου διέξοδος και βίωσα ξανά τις ίδιες συμπεριφορές”. Μετά από 38 ημέρες νοσηλείας και μετά από πολλά εμπόδια λόγω αδιαφορίας από τους «ειδικούς» και από το Υπουργείο Υγείας, το εξωτερικό πλέον ήταν η μονή επιλογή. «Αφού η υπεύθυνη θαλάμου μου ευχήθηκε καλό ταξίδι, καλά να περάσω στην Γερμάνια, καλά ψώνια και να δω την πόλη στολισμένη χριστουγεννιάτικα, το εξιτήριο μου ήταν έτοιμο για να πάρει επιτέλους σειρά το νοσοκομείο της Γερμανίας». Εκεί οι ειδικοί υγείας δεν γνώριζαν αν μπορούσαν να της προσφέρουν διάγνωση και θεραπεία, αλλά την δέχτηκαν, ρίσκαραν και στην τελική πέτυχαν, βοηθούμενοι από εξετάσεις που πρότεινε μια νευρολόγος του Ινστιτούτου Γενετικής και Νευρολογίας Κύπρου.
“Την στιγμή που έμαθα την πραγματική διάγνωση μου δε θα την ξεχάσω ποτέ, θα μείνει για πάντα χαραγμένη στην μνήμη μου”. Όταν επιτέλους πληροφορήθηκε για την κατάσταση της υγείας της ένιωσε ανακούφιση και ένα αίσθημα δικαίωσης που τουλάχιστον είχε πλέον στην επίγνωση της τον “εχθρό” που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για ένα σπάνιο αυτοάνοσο, που συνειδητά δεν επιθυμεί να αποκαλύψει την ονομασία του, στο οποίο μόλις 150-200 άτομα παγκοσμίως έχουν προσβληθεί, σύμφωνα με τους Γερμανούς γιατρούς της. “Για κάποιους το άκουσμα μιας διάγνωσης φέρνει καταστροφή, για μένα ήταν… το καλύτερο δώρο, η διάγνωση και οι θεραπείες μου. 17 χρόνια ζωής, βίωσα εκείνη την στιγμή για πρώτη φορά τον ορισμό της ευτυχίας”.
Η θεραπεία και κατ’ επέκταση η ανάρρωση ήταν εξαιρετικά δύσκολη. “Είχα φτάσει στο χειρότερο κλινικό σημείο του αυτοάνοσου μου, δεν υπήρχε κάτι χειρότερο να βιώσω σύμφωνα με τους γιατρούς μου στην Γερμάνια». Η θεραπευτική αγωγή αποτελείτο από 3 ενδοφλέβιες θεραπείες και καθημερινή φαρμακευτική αγωγή περίπου 20 ισχυρών φαρμάκων, τα οποία προκαλούσαν πολλές παρενέργειες, εκ των οποίων και η υπερβολική υπνηλία. Εκτός από τις παρενέργειες και την δύσκολη ανάρρωση η Σώτια διαγνώστηκε, από παιδοψυχίατρο την οποία επισκέφτηκε με την άφιξη στην Κύπρο, με διαταραχή μετατραυματικού στρες, το οποίο δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την αποκατάσταση της.
Αφού πραγματοποιήθηκε μια σειρά συνεδρίων ψυχοθεραπείας, η Σώτια έφτασε σε ένα καλύτερο σημείο της ψυχικής υγείας της χωρίς καμία φαρμακευτική αγωγή. Μέσα σε όλα αυτά, έπρεπε και να διαβάζει, προσπαθώντας να καλύψει την ύλη ενός έτους, σε τρεις μήνες. Ήταν τελειόφοιτη μαθήτρια Λυκείου και είχε ως στόχο να ενταχθεί στο Πανεπιστήμιο. Όπως όλοι οι έφηβοι της ηλικίας της έτσι και η ίδια καθίστατο αναγκαίο να επιλέξει ένα κλάδο σπουδών για να επιτύχει. Μέσω των ερεθισμάτων και της εμπειρίας αυτής που ακόμη ζούσε, της προκλήθηκε η επιθυμία να σπουδάσει ψυχολογία. “Τραγική ειρωνεία γιατί εγώ δεν συμπαθούσα καθόλου τον ψυχολόγο του νοσοκομείου στην Γερμανία. Είχα την εντύπωση ότι ασχολούνταν μόνο με λόγια παρηγοριάς. Αντίθετα, όταν μίλησα μαζί του και άκουσα επιστημονικά δεδομένα, λέγοντας μου ότι το νοσοκομείο που νοσηλεύομαι έχει επιτυχία 90% στον παιδικό καρκίνο, τότε άρχισα να έχω ελπίδες ότι σε αυτό το μέρος που βρίσκομαι μάλλον γίνονται θαύματα. Σήμερα θέλω να είμαι εγώ αυτή η ψυχολόγος, σε ένα νοσοκομείο παίδων”.
Κατοικούσε για 39 ημέρες σε παιδογκολογικό θάλαμο, χωρίς να έχει όμως καρκίνο η ίδια. «Έβλεπα μπροστά μου μικρά κεφαλάκια με εξογκώματα, με κουβαράκια, και ενώ ήξερα ότι βρίσκομαι σε παιδογκολογικό θάλαμο, ο εγκέφαλος μου δεν μπορούσε να το δεχτεί ότι τα μωρά έχουν καρκίνο».
Με την αποθεραπεία της, η οποία ήταν δύσκολη και επίπονη τελικά της δόθηκε η ζωή της πίσω. Είχε όμως κοντά της ανθρώπους που την στήριζαν. “Όλο το προσωπικό στο νοσοκομείο της Γερμανίας αλλά και δικά μου άτομα ήταν το στήριγμα μου σε αυτό το ταξίδι. Όλοι με τον δικό τους τρόπο βοήθησαν στην διατήρηση της αντοχής. Σημαντικά άτομα υπήρξαν οι γονείς μου και οι συγγενείς μου. Άντεξα και έκανα υπομονή για να ξανά δω τα μάτια της μάμμας μου να γυαλίζουν από χαρά και όχι από δάκρυα”.
Σχεδόν 3 χρόνια μετά δεν υπάρχει μέρα που να μην επέλθει στην μνήμη της όλη αυτή η εμπειρία. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιες συγκεκριμένες μέρες τις βιώνει σαν πένθος αφού ξαναζωντανεύουν οι στιγμές. Αντίθετα, την μέρα που έμαθε την διάγνωση της την βιώνει διαφορετικά …Την αντιμετωπίζει όσο γίνεται αισιόδοξα αφού την νιώθει σαν δεύτερα γενέθλια…σαν να ξαναγεννήθηκε. “Μετά από αυτή την περιπέτεια έμαθα να εκτιμώ το κάθε λεπτό. Κοιμήθηκα υγιής και ξύπνησα με το πρώτο σύμπτωμα. Από την μια στιγμή στην άλλη είχαν αλλάξει όλα. Αντιμετώπισα φοβίες, προσέγγισα νέες εμπειρίες και προκλήσεις με αγάπη, έμαθα να ζω ουσιαστικά”.
Μέσα από τα εφόδια ζωής που προσκόμισε η Σώτια από αυτό το δύσκολο ταξίδι νιώθει την ανάγκη να συμβουλεύσει τους νέους που έχουν την τύχη να είναι υγιής, να ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν την ωμή πραγματικότητα. Χρειάζεται να καταλάβουν το τι συμβαίνει γύρω τους και να εκτιμούν τα «δεδομένα». Υπάρχουν παιδιά που παλεύουν για να ζήσουν, να κοιμηθούν, να φαν ή να ασκήσουν κάποια απλή καθημερινή πράξη όπως για παράδειγμα να περπατήσουν, που για τους πλείστους θεωρείται δεδομένο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ένας ασθενής χρειάζεται δυνατά άτομα κοντά του που δεν θα λυγίσουν μπροστά του. Άτομα που θα του προσφέρουν στήριξη και υπενθύμιση ότι δεν είναι μόνος σε αυτή την πορεία. Συχνά, όταν βλέπουμε κάποιον να υποφέρει λέμε: “κάνε υπομονή”. Αυτό ποτέ δεν πρέπει να λέγεται σε κανένα πάσχοντα, εφόσον γνωρίζει ότι χρειάζεται να υπομένει και κάνει απίστευτη προσπάθεια για να το καταφέρει. Όλο αυτό δημιουργεί ακούσια μια θύελλα ψυχολογικής πίεσης.
Επίσης, δεν χρειάζονται υπερβολικά λόγια παρηγοριάς, μπορεί κάτι καλοπροαίρετο ως ευχή να θεωρηθεί «κοροϊδία». «Για παράδειγμα, από κάποια φάση και μετά, όταν ερχόταν οι συγγενείς μου να με δουν, τους απαγόρευα να μου λένε καληνύχτα όταν έφευγαν. Ήθελα τόσο πολύ να κοιμηθώ που τα συμπτώματα δεν με αφήναν και ήταν σαν να με κορόιδευαν όποτε μου το έλεγαν, αφού ήξερα ότι η νύχτα μου θα είναι χειρότερη από την προηγουμένη. Πώς μπορεί να είναι καλή η νύχτα μου με πόνους, ίδρωτα, πληγές, ρίγος, τρέμουλο και άλλα τόσα;».
Πολλές φορές τα μικρά πράγματα και τα πιο ασήμαντα φαινομενικά μπορούν να αλλάξουν ολόκληρη την ψυχοσύνθεση κάποιου ανθρώπου που βρίσκεται νοσηλευμένος. “Από προσωπική εμπειρία ακόμη και τα χρώματα στους τοίχους μπορούν να σου βελτιώσουν την διάθεση. Θυμάμαι στην Γερμανία ήταν όλα εύθυμα με παιδικές ζωγραφιές παντού. Στην Κύπρο υπήρχαν κάποιες μονόχρωμες, σκισμένες κουρτίνες και μουντό περιβάλλον”.
Ιδιαίτερο εγκώμιο, θα πρέπει να έχουν και οι γονείς/ κηδεμόνες τέτοιων παιδιών, αφού καταφέρνουν κάτι ξεχωριστό! Έχουν ως θέα το παιδί τους στο κρεβάτι του πόνου, χωρίς να μπορούν να βοηθήσουν, αλλά παρόλα αυτά παραμένουν τα πιο δυνατά στηρίγματα τους. “Κάθε φορά που τυγχάνει να ακούσω ότι κάποιο παιδάκι νοσεί, δένεται κόμπος το στομάχι μου και κλαίει η ψυχή μου. Είναι αυτές οι περιπτώσεις που με κάνουν να εύχομαι να μείνω άνεργη παρά να υπάρχουν άτομα που υποφέρουν με τέτοιο τρόπο. Αυτό που πραγματικά επιθυμώ είναι να βλέπω χαρούμενα και όχι δακρυσμένα ματάκια και οι παιδικές φωνές τους να κυριαρχούν του πόνου. Ο κάθε ένας που αντιμετωπίζει κάποια ασθένεια, φανερώνει τις υπερδυνάμεις του που ποτέ δεν ήξερε ότι έχει».

***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment