Με κοίταζε επίμονα. Τόσο επίμονα, που σχεδόν κολακεύτηκα.
Όταν τον είδα να έρχεται κατά πάνω μου, έσπρωξα την Έμυ και έκανα την ανήξερη. Αυτό πετύχαινε πάντα με τους άνδρες. Η Έμυ μου έκλεισε το μάτι, σαν να μου έδινε τη συγκατάθεσή της να προχωρήσω.
«Γεια σου, θες βοήθεια με τη βαλίτσα;»
Πριν απαντήσω ναι, εκείνος άρχισε να τη σέρνει. Θεώρησα πολύ κοινότυπο τον τρόπο που αυτός ο άνδρας αποφάσισε να με φλερτάρει, όμως ήταν τόσο γοητευτικός εξωτερικά, που όλα μέσα μου έλεγαν «Να ενδώσεις». Άλλωστε, τι το κακό; Στη Γαλλία, την πόλη του φωτός, οι άνθρωποι είναι έξω καρδιά. Τι μπορούσα να πάθω;
«Ευχαριστώ», είπα εγώ, προφανώς κολακευμένη. Κατάλαβα πως ήταν Γάλλος από την προφορά και είχα ήδη βγάλει συμπεράσματα για την ευγένεια του λαού.
«Είμαι ο Έρικ. Εσύ;»
«Με λένε Κάτια». Στο άγγιγμα των χεριών είχα νιώσει ήδη την έλξη, αλλά προσπάθησα να μην το δείξω. Τα χέρια του ήταν τόσο απαλά, όσο και η φωνή του. Έδειχνε άνδρας με σιγουριά, εκλεπτυσμένος και σοβαρός. Εκείνος γύρισε διακριτικά και κοίταξε την Έμυ και θεώρησα πρέπον να τους συστήσω.
«Απ’ εδώ η Έμυ».
«Χάρηκα» είπε εκείνη καθώς του έσφιγγε το χέρι, αλλά το χαμόγελό της ήταν σαν μειδίαμα, για να μου δώσει χώρο. Σαν μου έλεγε, «είναι δικός σου, πάρ’ τον, δεν ενδιαφέρομαι».
«Θα μείνετε εδώ μέρες;» ρώτησε μετά ο Έρικ χαμογελώντας.
«Όχι πολύ, 4 μέρες» απάντησα εγώ χαμογελώντας. Προσπαθούσα να είμαι πιο αποστασιοποιημένη, μόλις τώρα τον είχαμε γνωρίσει, αλλά μου είχε αρέσει. Ξεκάθαρα, μου είχε αρέσει κι αποφάσισα να μην το κρύψω πια. Τόσο τυχερή ήμουν;
«Πρέπει να βιαστώ δηλαδή, αν θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα» απάντησε εκείνος. Είχα εκπλαγεί με το θράσος του, αλλά ήταν τόσο γλυκό που με έπειθε ακόμη περισσότερο.
«Τι εννοείς;» απαντώ εγώ, συνεχίζοντας την καλή μου τεχνική, της ανήξερης.
«Εννοώ ότι είναι ιδανικές οι 4 μέρες για να γνωρίσετε την πόλη. Φαντάζομαι θα επισκεφτείτε τα βασικά αξιοθέατα; Πύργο του Άιφελ, Παναγία των Παρισίων, Μονμάρτη κτλ;»
«Ναι, ναι» είπα εγώ, ενώ παρατηρούσα και την πίσω του όψη καθώς έσερνε τη βαλίτσα μου. Ήταν εξίσου καλή, όσο και η μπροστινή. Αυτό με ώθησε να πω κάτι παραπάνω. «Και την Ντίσνειλαντ!»
«Ω, ωραία. Αγγλίδες;»
Εγώ θύμωσα. Η Έμυ γέλασε δυνατά. Ήταν η χιλιοστή πρώτη φορά που άκουγα αυτή την ατάκα και με εκνεύριζε απίστευτα!
«Όχι!» απάντησα με έντονο τρόπο.
«Συγνώμη αν σε πρόσβαλα, έχεις κάποιο θέμα με την Αγγλία;»
«Τίποτα, εκτός απ’ το ότι κουράστηκα να μου λεν ότι μοιάζω με Αγγλίδα!». Στο μεταξύ έβλεπα ήδη το ταξί που πλησίαζε προς το μέρος μας και την Έμυ που άπλωνε το χέρι της για το καλέσει.
«Στοιχηματίζω ότι είσαι Σουηδή τότε και επειδή βλέπω ότι έχω μόνο 3 δευτερόλεπτα….» είπε και έριξε μια λοξή ματιά στο ταξί και παράλληλα άρχισε να ψαχουλεύει τις τσέπες του. Βγάζει έξω το κινητό του. «...πρέπει να γίνω λίγο πιο γρήγορος. Μην με παρεξηγήσεις. Δεν το κάνω συχνά. Μ’ αρέσεις, θέλω να σε ξαναδώ, αυτό είναι το instagram μου» συνεχίζει και μου δείχνει το προφίλ του και με το δάχτυλο του το όνομά του. «…κι αν θες κι εσύ, κάνε με add! Αν ναι, υπόσχομαι να μη σε ξαναπώ ποτέ Αγγλίδα και να σου κουβαλώ πάντα τις βαλίτσες!»
Σκέφτηκα ότι εκτός από υπέρμετρο θάρρος, είχε και χιούμορ. Γέλασα και πάλι και δεν απάντησα αμέσως, αν και χρειάστηκε μόνο 1 δευτερόλεπτο για να αποφασίσω.
«Και γιατί να το κάνω αυτό; Ούτε που σε ξέρω και η γνωριμία μας, διαρκεί εδώ και… 1 λεπτό;» είπα εγώ και είδα την Έμυ να απομακρύνεται για να μου αφήσει κι άλλο χώρο. Άρχισα κιόλας να μπαίνω ήδη στο πετσί αυτού του νέου ρομάντζου, τόσο πολύ που σχεδόν μου άρεσε!
«Και γιατί να μην το κάνεις;» είπε εκείνος και με προβλημάτισε. «Τι έχεις να χάσεις;». Στην τελευταία λέξη είχα κοιτάξει τα χείλη του. Φαντάστηκα να με φιλούν.
Πήρα το κινητό του με γρήγορες κινήσεις, προσπαθώντας να μην τον βλέπω και πληκτρολόγησα @itskatia στο κινητό του. Ένιωσα τόσο ένοχα…. ωραία ένοχα όμως. Το ταξίδι μας στη Γαλλία, θα είχε ακριβώς ό,τι χρειαζόταν! Παριζιάνικα φλερτ και αξέχαστες ερωτικές εμπειρίες. Μήπως ονειρευόμουν;
«Γεια» του είπα και έτρεξα προς την Έμυ που ήδη καθόταν στο ταξί.
«Περίμεν…………..» είπε εκείνος καθώς το ταξί ήδη απομακρυνόταν. Το μόνο που έκανα ήταν να τον κοιτάξω ξανά, να βεβαιωθώ πως του έδινα το καλύτερο, το πιο σαγηνευτικό, το πιο πολλά υποσχόμενο βλέμμα μου και ύστερα να γυρίσω απ’ την άλλη, ξέρεις, στην τακτική της ανήξερης, απλησίαστης σκύλας που κατά βάθος ποθεί εκείνον τον Παριζιάνο, που μόλις αποχαιρέτησε, πλην όμως έπρεπε να τον παιδέψει πρώτα για να τη θέλει! Γιατί για το τελευταίο ήμουν σίγουρη.
……………………………………………………………………………………
Δεν πίστευα πως αυτό θα συνέβαινε ποτέ. Ούτε στο πιο τρελά μου όνειρα.
Ήμουν κάτω απ’ την πανσέληνο του Παρισιού, σε ένα μικρό εστιατόριο, που φώναζε «ρομαντικό». Τ’ αστέρια, η αναπνοή του, οι κινήσεις του, το χαμόγελό του ήταν όλα αληθινά. Ήταν όλα όπως τα φαντάστηκα, αλλά σε άλλο σενάριο, γιατί σ’ αυτό το ταξίδι είχαμε σκεφτεί πολλά άλλα να κάνουμε, εκτός απ’ το να ερωτευτούμε!
Εγώ και ο Έρικ.
Τι ταιριαστά που ήταν τα ονόματά μας… Η Έμυ είχε μείνει στο σπίτι για να μου δώσει κι άλλο χώρο να ζήσω αυτό το ειδύλλιο. Άλλωστε χρειαζόταν ξεκούραση απ’ τις πολλές βόλτες που κάναμε όλες τις προηγούμενες μέρες. Είχαμε ήδη περάσει 3 απίστευτες μέρες, μαζί με τον Έρικ, ο οποίος εν τέλει αποδείχτηκε πολύ καλός ξεναγός αλλά κυρίως… πολύ καλός για να είναι αληθινός.
Είχε όλα εκείνα που θα ονειρευόταν μια γυναίκα να έχει ο άνδρας της. Γοητεία, σου ενέπνεε ασφάλεια, είχε χιούμορ, ήταν έξυπνος, ήταν όμορφος. Κι ας μην ήμασταν απ’ τα ίδια σύμπαντα κι απ’ τις ίδιες χώρες. Εκείνος αρχιτέκτονας, εγώ σχεδιάστρια μόδας. Εκείνος Γάλλος, εγώ Σουηδή. Ταιριάζαμε όμως σε άλλα και το είχα ανακαλύψει αυτές τις 3 μέρες μαζί του. Βέβαια, σεβόμουν τον εαυτό μου κι ούτε τον άφησα να με αγγίξει, ούτε να με πλησιάσει παραπάνω απ’ το μισό μέτρο. Αυτό θα συνέβαινε μόνο όταν το αποφάσιζα 100% και μόνο όταν ήμουν απολύτως σίγουρη ότι ήθελα να δοθώ σε έναν ξένο.
Κι απόψε το είχα αποφασίσει για τα καλά. Ήταν η 4η και τελευταία μέρα μας στην πόλη. Λίγο γλυκόπικρο που θα τον αποχαιρετούσα, αλλά σκέφτηκα πως αυτό δε θα ήταν για πάντα. Ξέρω, πως δεν ήταν και ό,τι πιο ηθικό, αλλά η νιότη τα εξάγνιζε όλα. Κι απόψε θα γινόμουν δική του…
………………………………………………………………………………….
Δεν έμοιαζε με φρίκη. Ήταν η ίδια η φρίκη.

Δεν πρόλαβα καν να συνειδητοποιήσω που ήμουν, τι έκανα, όταν ένα ανδρικό χέρι άρχισε να με σπρώχνει.
«Προχώρα».
Ήταν το ίδιο ανδρικό χέρι, που άγγιξα εκείνη τη μέρα στο αεροδρόμιο. Εκείνο το χέρι που χθες, με άγγιζε τρυφερά κάτω απ’ τα αστέρια.
Μόνο που τώρα δεν ήταν απαλό. Ούτε η φωνή ήταν.
Ο Έρικ.
Άρχισα να ουρλιάζω, χωρίς να τα καταφέρνω καλά. Προσπαθούσα να παρατηρήσω τι συνέβαινε γύρω μου, μα η όρασή μου δεν λειτουργούσε καθόλου, ούτε και τα πόδια μου με βοηθούσαν να πατήσω γερά. Μάλλον με είχε ναρκώσει.
«Σκάσε» είπε εκείνος.
Ο Έρικ, αυτός ο άνδρας που σχεδόν ερωτεύτηκα, αποδείχτηκε τελικά ο ίδιος ο διάβολος. Συνειδητοποιούσα ότι δεν ανέβαινα τα σκαλιά του Πύργου του Άιφελ όπως θα’ θελα, ούτε ατένιζα το Παρίσι απ’ το λόφο της Μονμάρτης, ούτε ήμουν μαζί του στο κρεβάτι μου. Ήμουν αντίθετα ντυμένη σαν πόρνη, με ένα ξεσκισμένο μαύρο κομπινεζόν, ταλαιπωρημένη, ναρκωμένη, σε ένα σιχαμερό κτήριο που έμοιαζε με μπουντρούμι φυλακής. Το τελευταίο που θυμόμουν είναι να μπαίνω μαζί του στο αυτοκίνητο για να με πάει πίσω στο ξενοδοχείο.
Και το τελευταίο του φιλί. Το φιλί του Ιούδα.
Καθώς με έσερνε δεν ένιωθα πόνο. Μα πονούσα τόσο πολύ. Ύστερα σκέφτηκα να φωνάξω δυνατά, αλλά γύρω μου υπήρχαν μόνο πόρτες κλειστές και σιδερένια παράθυρα. Είδα γυναίκες να κάθονται δεξιά και αριστερά, με τα χέρια δεμένα και τα πρόσωπα παρατημένα. Σαν να ήθελαν να φωνάξουν «Βοήθεια» αλλά μάλλον είχαν κουραστεί να το κάνουν πια και σταμάτησαν.

Πού ήμουν; Τι θα μου έκαναν; Ήμουν θύμα απαγωγής; Μα δεν είχα κάτι να του δώσω.
«Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω, δεν έχω κάτι να σου δώσω» είπα αμέσως εξωτερικεύοντας τη σκέψη μου.
Εκείνος γέλασε. Τώρα το χαμόγελό του είχε αλλάξει μορφή. Ήταν τόσο σατανικό και ύποπτο. Σαν να προδιέγραφε όσα μαρτύρια θα ακολουθούσαν.
Τότε άρχισα να κλαίω. Όλα τα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, τα είχα βιώσει σε μόλις λίγα λεπτά. Μια περιπέτεια. Απ’ τη χαρά, την απόλυτη ευτυχία, τον ενθουσιασμό, τον έρωτα… απότομα στη δυστυχία, στην αποτελμάτωση, στο χάος, στην αδικία. Ναι, ήταν χάος. Γιατί το έκανα, γιατί τον εμπιστεύτηκα, που θα με πήγαινε; Τι θα μου έκανε;
Όταν άνοιξε εκείνη η πόρτα, κατάλαβα.
«Μην αντισταθείς, γιατί θα υποστείς χειρότερα» είπε ο Έρικ, έκλεισε την πόρτα και με άφησε μόνη, με έναν άλλο άνδρα που ήταν ξαπλωμένος ημίγυμνος στο κρεβάτι.
Γύρισα ενστικτωδώς προς την πόρτα και άρχισα να τη χτυπώ, καθώς εκείνος ο άνδρας με πλησίαζε απειλητικά. Χτυπούσα μα τίποτα. Ούρλιαζα, φώναζα, αντιδρούσα. Τίποτα. Άρχισα να κλαίω και να βλέπω τον εαυτό μου σε ένα σκονισμένο καθρέφτη που υπήρχε στη γωνιά. Το κτήριο μύριζε σαπίλα. Όχι γιατί ήταν παλιό, αλλά γιατί εκεί μέσα σφραγίστηκαν μερικά χαμόγελα, σαν να καταδικάστηκαν σε αιώνια θλίψη. Τώρα κατάλαβα που ήμουν, τι θα μου έκαναν. Αυτός ο άνδρας ήξερα καλά τι ήθελε από μενα. Όπως κατάλαβα και τι έκαναν εκείνες οι γυναίκες που είδα προηγουμένως. Ήταν το ίδιο θύματα με εμένα. Κατάδικες σε ένα μπουντρούμι. Ποιος ξέρει ποιος Έρικ τις έσυρε κι αυτές εκεί. Και ποιος ξέρει πόσα υπέφεραν προσφέροντας το σώμα τους, χωρίς να το θέλουν σε άνδρες σαν κι αυτόν που βρισκόταν τώρα δίπλα μου…
Όταν εκείνος ο άνδρας προσπάθησε να με ξεγυμνώσει αντιστάθηκα. Άρχισε να με χτυπά, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Τα χάδια του στο κορμί μου ήταν σαν μαχαιριές στη ψυχή μου. Τον σιχαινόμουν, μα περισσότερο σιχαινόμουν τον εαυτό μου. Που η αθωότητα μου, ο πόθος μου για ζωή με οδήγησε στο θάνατο. Ναι, ήμουν νεκρή. Είχα ήδη πεθάνει, πριν να πεθάνω.
Την πρώτη φορά έκλαψα πολύ. Ήμουν πλέον μια πόρνη, χωρίς να θέλω να είμαι. Ήμουν ανθρώπινο πράγμα. Ήμουν ένα άψυχο σώμα, χωρίς ελπίδα για αλλαγή. Ήμουν ένα σεξουαλικό εμπόρευμα.
Όλες τις μέρες που ακολούθησαν δεν κύλησε ούτε ένα δάκρυ. Ο οργανισμός μου είχε αηδιάσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να το παράξει. Τις πιο δύσκολες στιγμές έκλεινα τα μάτια και ονειρευόμουν να ανεβαίνω ξανά στον Πύργο του Άιφελ, όπως εκείνη τη μέρα και να μυρίζομαι καθαρό αέρα. Όπως τον αέρα της ελευθερίας.
Έμυ σε εγκαταλείπω. Αυτό το ταξίδι μας θα μου μείνει αξέχαστο. Ελπίζω να με θυμάσαι.
*Η ιστορία δεν αποτελεί δική μου εμπειρία, αλλά απορρέει από το αναπτυγμένο αίσθημα δικαιοσύνης που απέκτησα κάποτε, ερχόμενος αντιμέτωπος κατά τη διάρκεια του μάστερ μου με το πρόβλημα αυτό. Οι ιστορίες των γυναικών που διάβασα τότε ήταν απλώς τόσο φρικιαστικές, τόσο απόκοσμες που μίσησα τον άνθρωπο. Εξού και το ότι αποφάσισα να ήταν και το θέμα της διπλωματικής μου τελικά.

Το Human Trafficking είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης μας και αποδεικνύει την ανθρώπινη κατάντια. 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά γίνονται θύματα trafficking σε όλο τον κόσμο και εμείς δεν κάνουμε τίποτα!
*Η ιστορία μου αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και τα πρόσωπα που αναφέρονται δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Στη δική μου τουλάχιστον, γιατί υπάρχουν στις ζωές άλλων, αθώων θυμάτων του ανθρώπινου σωματεμπόριου. Αφιερώνω λοιπόν τη δική μου εμ-bee-ρία σε όλα τα θύματα του Human Trafficking με την ευχή αυτές οι ιστορίες να παραμείνουν μόνο εκεί που πρέπει να παραμένουν, στις ιστορίες φανταστικών βιβλίων.

***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment