Ήταν αναμφίβολα ευτυχισμένη. Ένιωθε πως είχε βρει τον άνθρωπό της, το άτομο εκείνο που την καταλάβαινε, την αισθανόταν, ήξερε τι χρειαζόταν πριν καν το χρειαστεί. Ένιωθε πως την έκανε να χαμογελάει κάθε μέρα και περισσότερο και πως με τον δικό του τρόπο συνέβαλε μοναδικά στο πόσο χαρούμενη ήταν.
Όσες φορές, όσες μέρες κι αν το κοσκίνιζε στο μυαλό της, πάντα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα: Ήταν ειλικρινά ευτυχισμένη και βαθιά ερωτευμένη. Αν ένιωθε έστω και έναν μικρό κόκκο αμφιβολίας μέσα της, αν έστω και για λεπτό αισθανόταν πως δεν τον θέλει, είτε πως δεν της είναι αρκετός, σίγουρα θα της ήταν πιο εύκολο να κατανοήσει τι πάει λάθος.
Αλλά το πρόβλημα ήταν το ίδιο. Το ίδιο, και επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά. Το ένιωθε μέσα της κάθε φορά που τον άκουγε, κάθε φορά που το έλεγε. Και κατηγορούσε τον εαυτό της, ένιωθε ένοχη που δεν βγαίνουν τα λόγια από μέσα της, ένιωθε ένοχη γνωρίζοντας πως αν πίεζε τον εαυτό της να τα πει, δε θα ήταν απόλυτα αληθινά. Και ήθελε οτιδήποτε του έλεγε, οτιδήποτε σχετιζόταν με την αγάπη της για εκείνον να είναι απόλυτα αληθινό. Αυτό σκεφτόταν, γέμιζε ζεστασιά μέσα της, και πάλι αντιλαμβανόταν πως, ναι, σίγουρα τον αγαπούσε.
Όμως έπειτα ερχόταν αυτή η στιγμή… Την αγκάλιαζε σφιχτά, την γέμιζε με αγάπη, και της έλεγε με όλη του την ειλικρίνεια: «Σε χρειάζομαι». Και τότε εκείνη σάστιζε. Τον αγκάλιαζε λίγο πιο σφιχτά, ίσως χαμογελούσε, ίσως του έκανε ένα νεύμα τρυφερότητας με τα μάτια, αλλά όχι… δεν μπορούσε να ανταποδώσει τα λόγια. Και ξανά ο ίδιος κύκλος εσωτερικής πάλης. Ξέρεις, σκέψεις, απορίες, ενοχή. Πάλι δεν μπόρεσε να του πει μια απλή φράση, μα γιατί συμβαίνει αυτό αφού τον αγαπά, μάλλον εκείνη θα φταίει, κάτι πάει λάθος.
Πέρασαν μήνες ολόκληροι κατά τους οποίους εκείνη ένιωθε τύψεις. Ένα βράδυ, ενώ κάθονταν στις δυο άκρες του ίδιου καναπέ και έβλεπαν αόριστα τηλεόραση, εκείνη ασυναίσθητα σηκώθηκε, κάθισε δίπλα του, έπιασε τα χέρια του στα δικά της, και χαλάρωσε δίπλα του. Και τότε ήταν που το κατάλαβε. Ήταν ευτυχισμένη, δυνατή και ανεξάρτητη. Ήταν επαρκής η ίδια για τον εαυτό της κι ό,τι κι αν της συνέβαινε, θα έβρισκε τον τρόπο να το ξεπεράσει. Ακριβώς αυτό το γεγονός, το πόσο ολοκληρωμένη και γεμάτη ήταν η ίδια, ακριβώς αυτό έδινε αξία στην επιλογή του –σε εκείνον.
Ξαφνικά αντιλήφθηκε ότι είχε δίκιο, ότι πράγματι τον αγαπούσε, κι αυτός ήταν ο λόγος που κάθε μέρα, ξανά και ξανά, εκούσια, επέλεγε να βρίσκεται δίπλα του. Κάθε μέρα, κάθε πρωί, έκανε τη συνειδητή επιλογή να βρίσκονται ο ένας στη ζωή του άλλου. Σε κάθε τσακωμό επέλεγε να επιμείνει και να βρει λύση. Κι όλα αυτά, όχι επειδή τον χρειαζόταν –τελικά πράγματι δεν τον είχε ανάγκη για να αναπνεύσει, αλλά επειδή το ήθελε. Επέλεγε κάθε μέρα το ίδιο άτομο, ξανά και ξανά, απλά και μόνο επειδή τον ήθελε.
Και μονάχα τότε κατάλαβε πόσο μεγάλη αξία είχε αυτό.
Ποτέ ξανά δεν τη σάστισε η φράση «σε χρειάζομαι», παρά μόνο κάθε φορά του χαμογελούσε, και σκεφτόταν πως άλλη μια μέρα είχε κάνει τη σωστή της επιλογή…
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
***Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: i.pinimg.com, lovethispic.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment