Αν έχεις λίγο χρόνο σήμερα, κάθισε πέντε λεπτά να με διαβάσεις, γιατί θα ήθελα να σου καταρρίψω άλλον έναν μύθο. Περί αδιακρισίας και ενδιαφέροντος ο λόγος.
Όταν ρωτάς τον άλλο μία ερώτηση, και στην απαντά, τότε μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφέρον. Σου είπε κανείς όμως ότι το να τον βομβαρδίζεις με 20 απανωτές ερωτήσεις σε κάνει καλό φίλο; Όχι. Γιατί πολύ απλά έχεις αγγίξει τα όρια της αδιακρισίας και του κουτσομπολιού, όχι του ενδιαφέροντος. Επειδή το ενδιαφέρον το δείχνεις απλά και με τα μάτια, με μικρές πράξεις, όχι με τοξικές και ενοχλητικές ερωτήσεις.
Ας πάρουμε για παράδειγμα εμένα. Όταν κάποιος με συναντά, είτε λέγεται φίλος, είτε λέγεται γνωστός, είτε οικογένεια και αρχίζει να με ρωτά: «Πού μένεις;», «Μένεις μόνος σου;», «Πόσα αγόρασες τ’ αμάξι σου;», «Έχεις κοπέλα;», «Πόσους μαθητές έχεις;», «Πότε θα παντρευτείς;», «Πού θα πας διακοπές;» και ούτω καθ’ εξής, πολύ απλά με εκνευρίζει και ή θα βρω τρόπο να ξεγλιστρήσω απ’ αυτές ή θα του δείξω ότι εκνευρίστηκα ή θα του πω ειρωνικά «είσαι δημοσιογράφος;» ή θα υπάρξω για λίγο ευγενικός και θα τις απαντήσω, αν είμαι στις καλές μου. Η τελευταία περίπτωση πιο σπάνια και απ’ το χιόνι στην επαρχία Αμμοχώστου.
Και η τοξικότητα των δημοσιογραφίσκων αυτών, είναι τρισχειρότερη όταν οι ερωτήσεις απευθύνονται πχ. σε μία έγκυο γυναίκα «Είσαι έγκυος;», «Τι φύλο είναι το μωρό σας;», ή σε μία γυναίκα που δεν μπορεί να τεκνοποιήσει «Πότε θα κάνετε μωρά;» ή σε μία γυναίκα που δεν βρίσκει άντρα «Πότε θα βρεις κανέναν να παντρευτείς;». Αν ήθελε να σου πει «Είμαι έγκυος» δεν θα σου έλεγε «Γεια, είμαι έγκυος;». Δε θα σ’ έπιανε τηλέφωνο και να σου πει «περιμένω αγόρι»; Όλες αυτές οι ερωτήσεις αγχώνουν και προκαλούν μόνο αρνητικά συναισθήματα στον ερωτηθέντα.
Γιατί, δημοσιογράφε μου, αν ήθελα να σου πω κάτι θα σε έπιανα να στο πω. Επιλέγοντας να μη μιλήσω για ένα θέμα, σημαίνει πως δεν είμαι έτοιμος ακόμη, ή δε θέλω να το μοιραστώ μαζί σου -μπορεί και με κανέναν-, ή πιστεύω στο μάτι, ή θεωρώ πως κάτι πρέπει να γίνει σίγουρο για να το μοιραστώ μαζί σου. Τόσο απλά!
Όταν αρχίζεις τις ενοχλητικές ερωτήσεις και επιμένεις, τότε με φέρνεις σε δύσκολη θέση και δε θα παίρνεις απαντήσεις από εμένα. Και αν είσαι στη θέση τη δική μου, σου συνιστώ να κάνεις το ίδιο. Να επιλέγεις να μιλάς σε εκείνους που δε σε ρωτούν ή δεν επιβάλλουν να τους μιλήσεις και να τους πεις τα σώψυχά σου. Γιατί τα σώψυχα, τα οικονομικά, τα γκομενικά και ούτω καθ’ εξής, είναι αποκλειστικά δική μου υπόθεση και όχι θέμα συζήτησης στο πάνελ της Αριστοτέλους. Συνεχίζοντας, να επιλέγεις να μιλάς σε άτομα που σε κάνουν να γελάς, να ξεχνιέσαι, να τονώνεις την αυτοπεποίθησή σου, σου δίνουν αξιόλογες συμβουλές, δεν είναι κακεντρεχή και να μην απαντάς ερωτήσεις κουτσομπόληδων και τοξικών.
Βέβαια εξαρτάται και απ’ τον τρόπο που ρωτά κάποιος, εννοείται, και απ’ το πότε τα ρωτά και απ’ το level αδιακρισίας των ερωτήσεων του. Υπάρχει και μία άλλη κατηγορία που με εκνευρίζει ακόμη περισσότερο: που σε ρωτάνε αλλά για τα δικά τους, δε λένε ποτέ! Σε εκείνες τις περιπτώσεις, αξίζει να κάνετε το ίδιο, γιατί είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να μπουν στη θέση σας.
Προς θεού, για να μην παρεξηγηθούμε. Η συμβουλή δεν είναι «γίνετε μυστικοπαθείς και μη μιλάτε σε κανέναν!». Ούτε καν! Να μιλάτε, να ανοίγεστε, να μοιράζεστε αλλά μόνο Σ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΡΩΤΑΝΕ. Σ’ αυτούς που κάθονται υπομονετικά απέναντί σας και σας μιλάνε για άσχετα, για το φαγητό, για τα ταξίδια, για τα ρούχα, για το κρασί, για το κυνήγι. Εκείνοι, είναι μάλλον και οι πιο πρόθυμοι τελικά να σας ακούσουνε και να χαρούνε με τη χαρά σας ή να κλάψουν με τη λύπη σας.
Οι άλλοι, είναι απλώς bad vibes.
What do you think?
Show comments / Leave a comment