«Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν’ ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό. Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ’ ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. […] Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνηγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ’ ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν’ αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου. […] »
(Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΑΣ – Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκέζ: Δεκ. 1986, Εκδ. Λιβάνης)
Υπάρχουν κάποια βιβλία που δεν μπορείς να τα ξεπεράσεις εύκολα. Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς αντίστοιχα που θες για χάρη τους να βυθίζεσαι σε 100 χρόνια μοναξιάς, μόνο και μόνο για να τους διαβάζεις. Υπάρχουν και κάποιες αναλογίες που δεν μπορείς παρά να καταφύγεις σε αυτές λόγω της επικαιρότητας. Αναφέρομαι στην εξάπλωση του κορωνοϊού και στην ύπαρξη επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στη χώρα μας που έφερε αναπόφευκτα στο μυαλό μου τον αγαπημένο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκέζ και το αριστούργημά του, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας.
Θα ‘θελα να ‘μουν ο Μαρκέζ, αλλά δεν είμαι.
Θα ‘θελα να ‘μουν Κολομβιανή, αλλά δεν είμαι.
Θα ‘θελα να ήταν ζωντανός, κάτι να πει, αλλά δεν είναι.
Κάθομαι κι εγώ σκέφτομαι ετούτη Την κακιά την ώρα…
Δεν ξέρω τι αφήνει πίσω του ο κορωνοϊός, προς το παρόν διακρίνω φόβο και πανικό, δικαιολογημένα πολλές φορές, γιατί άνθρωποι είμαστε και ο καθένας προσπαθεί να προστατευτεί από έναν ιό που προβάλλεται με τρομακτικό τρόπο από τα μέσα ενημέρωσης.
Δεν ξέρω τι αφήνει πίσω του ο κορωνοϊός. Διάβασα καλά όλα τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά την υγιεινή του ατόμου και την ευρύτερη πρόληψη-μητέρα ούσα-, αγόρασα μάσκες, πολλά αντισηπτικά στο σπίτι και στη δουλειά, για όλα τα μωρά μου -δικά μου και πάλι δικά μου-, οινόπνευμα, υγρά μαντηλάκια, τα πάντα. Κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου, για να μας βρει ανώδυνα αυτό που ίσως εξαπλωθεί και μας βρει τελοσπάντων. Μέχρι και το μυαλό μου άρχισα να το τιθασεύω, ειδικά όταν βήχω για τον έναν ή τον άλλο λόγο, γιατί νιώθω ότι κάτι υπάρχει μέσα στη στοματική μου κοιλότητα, γιατί νιώθω διαφορετικό το σάλιο μου, γιατί νιώθω πως θα βήξω και θα βγει από το στόμα μου αυτός ο ίδιος ο κορωνοϊός, αν και στην πραγματικότητα στο στόμα και στο μυαλό μου έχουν φωλιάσει οι ιδέες και οι εντυπώσεις, ο Φόβος. Τα δαμάζω και αυτά σταδιάκα, το δουλεύω.
Αυτό όμως που με τσάκισε και με τραυμάτισε ψυχικά ήταν κάποια μέτρα σχετικά με τον περιορισμό της ανθρώπινης επαφής. Διάβασα ότι είναι προτιμότερο να αποφεύγονται οι χειραψίες, οι αγκαλιές, τα φιλιά, τα αγγίγματα και με πήρε εκείνο το παράπονο του ανεκπλήρωτου του Μαρκέζ. Ζούμε ήδη τόσο αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλον λόγω του ιού της καθημερινότητας, έχουμε ήδη περιορισμένες επαφές, ήδη δεν βλεπόμαστε, δεν αγγιζόμαστε, δεν βρίσκουμε ώρα για να φιληθούμε και έρχεσαι εσύ, κ. κορωνοϊέ, για να μας το υπενθυμίσεις, για να μας το περιορίσεις, για να μας το απαγορεύσεις και αυτό; Πώπω! Δεν το χωράει ο νους μου, ότι δε θα μπορώ να αγκαλιάσω και να φιλήσω τα παιδιά μου που τρέφονται ψυχικά από αυτού του είδους την επαφή. Κάθε μας λέξη επιβεβαιώνεται και με μια αγκαλιά. Αν χαθεί κι αυτή… Είναι μικρά τα παιδιά, είμαι κι εγώ μικρή ακόμη, για να με καταντήσει ένας ιός μαμά σε βιτρίνα. Τι; Δε θα χωθώ στην αγκαλιά του άντρα μου, δε θα δώσω το χέρι μου για χειραψία, δε θα χτυπήσω επιδοκιμαστικά τον ώμο του μαθητή μου που προσπαθεί και το χαίρομαι κ γω μαζί του; Πώπω, αυτά τα μέτρα με τσάκισαν, ούτε η Γερμανία να ήμουν στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Αποδυναμώθηκα ψυχικά.
Και όσο το σκέφτομαι, τόσο τρελαίνομαι. Το απαγορευμένο ανέκαθεν ήταν ένα είδος πειρασμού, ειδικά για μία γυναίκα και ας μην με λένε Εύα.
Και όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο πολύ αγκαλιάζω τα παιδιά μου, τον άντρα μου, τόσο θέλω να είμαι πιο κοντά τους, να τους δείχνω έμπρακτα αυτά τα αυτονόητα που ήρθε ένας κορωνοϊός από τη μια να μας τα στερήσει και από την άλλη, για μένα τουλάχιστον, να μας τα ενισχύσει, να μας αναδείξει την αξία τους, να μας κάνει να τα εκτιμήσουμε, ώσπου προλαβαίνουμε…
Ένιωθα πάντα, ακόμη και πριν από τον Μαρκέζ, ότι η αγάπη εκδηλώνεται με όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις. Τώρα πιο πολύ με την αφή! Το απαγορευμένο, αχ το απαγορευμένο. Θέλω να δω, να ακούσω, να μυρίσω, να γευτώ, μα πιο πολύ να αγγίξω το αντικείμενο της αγάπης μου. Δεν είναι έτσι;
Τούτη την υπεροχή της αφής στην αγάπη την χρωστάμε στον κορωνοϊό και ας υποθέσουμε ότι είναι κι αυτό ένα από τα πολλά μαθήματα που αφήνει πίσω του.
Άγγιξέ με λοιπόν…
Ώσπου προλαβαίνουμε…
Σαν Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου μοιάζει όλο αυτό. ΄
Αχ αυτός ο Μαρκέζ!
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment