Στην αρχή, είχε κάποιο ενδιαφέρον. Ήταν ένα παιχνίδι, και το παίζαμε καλά. Παίκτες ήμασταν, μα είχαμε ξεχάσει το κόστος. Γιατί στα παιχνίδια, οι νίκες είναι εφήμερες, κι’ αυτές τις ακολουθούν ήττες. Και ξέρεις πόσο έχουμε ηττηθεί;
Και δεν τις μπορώ πια τις ήττες.
Και έπειτα ήρθε η άρνηση. Αρνηθήκαμε να συνυπάρξουμε κι έτσι αρνηθήκαμε να υπάρξουμε. Αρνηθήκαμε την ίδια τη ζωή, για να μην πούμε πως χάσαμε. Το βρήκαμε εύκολη λύση ν’ αρνηθούμε τα θέλω μας. Βρήκαμε πιο εύκολη τη λύση να κρατάμε επτασφράγιστους εγωισμούς και να ξαπλώνουμε, καλύτερα, σε άδεια κρεβάτια.
Μα, δεν την μπορώ πια την άρνηση. Δεν τους μπορώ άλλο τους εγωισμούς.
Και λέγαμε «φτάνει», και κάθε φορά δίναμε χρόνο. Και ο χρόνος δε μας χαριζόταν ποτέ. Κάθε φορά που εξέπνεε, μου έδινες το φιλί της ζωής και πάλι απ’ την αρχή. Και μπορούσαμε έτσι να ελπίζουμε, πως κάποτε, κάποια στιγμή, συμπαντική, θα είμαστε ξανά μαζί, όταν τελειώσει εκείνη η καταραμένη παράταση.
Μα, δεν τις μπορώ πια τις παρατάσεις.
Κι ύστερα μπλέξαμε με τα «πρέπει», μας φόβισαν τα «φοβάμαι». Μας ένοιαξε το «τι θα πουν οι άλλοι», κι εμείς, δεν είχαμε πια φωνή. Σε έβλεπα, μήπως τ’ απαρνηθείς κάποτε τα «πρέπει», μα κάθε φορά γίνονταν περισσότερα και ορθώνονταν ανάμεσά μας τοίχος. Πρέπει να είμαστε εντάξει, πρέπει να είμαστε σωστοί, πρέπει να μοιραζόμαστε, πρέπει να χανόμαστε, να χωριζόμαστε…. Μα ξέρεις ένα «πρέπει» που ξεχάσαμε; Το «πρέπει» να είμαστε εμείς.
Μα, δεν τα μπορώ άλλο πια τα «πρέπει».
Να φεύγαμε, να αφήναμε πίσω μας κάθε «μπορεί», που μας κλέβει στιγμές.
Να φεύγαμε, να πάμε κάπου που θα σ’ αγγίζω όπως παλιά, για να παγώσουμε ξανά το χρόνο.
Να φεύγαμε για εκεί που τα καλοκαίρια δεν θα’ ναι εποχή, αλλά λόγος ύπαρξης. Εκεί που η αλμύρα στο δέρμα μας, θα έχει παραπάνω αξία.
Να φεύγαμε οι δύο μας, με δύο βαλίτσες άδειες, μα ψυχές γιομάτες.
Να φεύγαμε για Ιταλίες, γι’ Αμερικές, για Μαλδίβες εξωτικές.
Να φεύγαμε μακριά από όσα μας φορτίζουν και μας κρατάνε χώρια.
Να φεύγαμε, για να μπορώ να χαζεύω ξανά τα μάτια σου, και να αγγίζω τα μαλλιά σου.
Να φεύγαμε, για αλλού.
Να φεύγαμε.
Ξέρεις πόσο θα ήθελα να φεύγαμε… Ξέρεις καλά.
Μα δεν έχουμε κότσια.
Κι αυτό (θα) μας βασανίζει.
Σε παρακαλώ, ας φύγουμε …….
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
***Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: gramho.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment