Μιλάς για μένα λες και με ξέρεις. Ανοίγεις το στόμα σου και προφέρεις αβίαστα το όνομά μου. Σαν να σου έδωσα το δικαίωμα. Και φυσικά σου το έδωσα. Έτυχε να αναπνέουμε τον ίδιο αέρα, να ανατρεφόμαστε από την ίδια μάνα που τη λένε κοινωνία. Και δε σκέφτεσαι. Δε σκέφτεσαι τι είμαι , από πού έρχομαι. Δε σκέφτεσαι ότι φέρνω ιστορία μαζί μου. Ότι κουβαλώ κάτι πάθη, κάτι λάθη στην πλάτη μου. Βλέπεις το όνομα, βλέπεις τη φιγούρα. Νομίζεις πως με ξέρεις. Νομίζεις πως είσαι σε θέση να πετάς αερολογίες, να κάνεις εικασίες, να γελάς εις βάρος μου, να με κατακρίνεις.
Τι έχεις στ’ αλήθεια στα χέρια σου; Κάτι ανυπόστατες φράσεις, μισοπεταμένα λόγια κάποιων άλλων σαν κι εσένα. Κι έπειτα, πώς μπορείς με τόση ευκολία να με καταδικάζεις στο κοινωνικό δικαστήριο με τόση αυθάδεια; Λες πως είμαι χυδαίος, μα δε κοιτάς να δεις τι έχεις μέσα σου. Και παραβλέπεις τόσα πολλά.
Παραβλέπεις το μέσα μου. Παίρνεις την εκδοχή που σε συμφέρει και την προβάλλεις όπως θέλεις. Το αστείο είναι ότι την πιστεύεις…
Πείθεις και τον εαυτό σου πέρα από τους υπόλοιπους. Δε μπήκες στοn κόπο να δεις ένα επίπεδο πιο κάτω. Προς Θεού δε θα τολμούσα να ζητούσα βάθος.
Ποιος έχασε τέτοια ευτυχία να τη βρούμε εμείς. Απλά ξέρεις, να (!), εκείνο το που προσπαθεί ο ένας να μπει στη θέση του άλλου. Για κάτι κλάσματα δευτερολέπτου, όχι πολλά μη φανταστείς. Ξέρεις εκείνο που προσπαθεί ο ένας άνθρωπος να καταλάβει τον άλλο. Το κάνουν μερικές φορές αυτό οι άνθρωποι. Μπορεί και να λανθάνομαι βέβαια.
Μα έχω αυτή την πεποίθηση. Αυτή την αρρώστια που μου τρώει τα σωθικά. Πως λέει εσύ κι εγώ, εγώ κι εσύ δε διαφέρουμε τα σύμπαντα που ορκίζεσαι. Πως λέει εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ είμαστε πλασμένοι απ΄ το ίδιο χώμα, κοιτάμε τον ίδιο ουρανό. Κι έχω κι αυτό το φόβο, πως τα λάθη σου δεν μπορεί να διαφέρουν τόσο απ’ τα δικά μου. Κάτι στο βλέμμα σου είναι τόσο οικείο. Μόνο που δε το βλέπεις. Δε θέλεις να το βλέπεις, μάλλον.
Είναι ανακουφιστική η εθελοτυφλία δε λέω. Στο είπα ξανά, μοιάζουμε στα σημεία. Μα προτιμάς αλήθεια την ετσιθελική τύφλωση;
Φοβάσαι κι εσύ μαζί μου. Αν κι εσύ βλέπεις εμένα σε σένα, τότε το μίσος που τρέφεις για μένα, το τρέφεις για σένα. Η απέχθεια που μιλάς για μένα, στην ουσία είναι απέχθεια για τον εαυτό σου. Βλέπεις, αυτό φοβάσαι. Την οργή του μέσα σου , που κρατάς τόσα χρόνια στον ύπνο. Φοβάσαι τα φαντάσματα που ξυπνούν στον ύπνο σου. Φοβάσαι τα γδαρμένα γόνατα ενός παιδιού που υπήρξες κάποτε, τις χαμένες επαναστάσεις του έφηβου που ξέχασες, τα όνειρα και τις ελπίδες που κοίμισες.
Μιλάς για μένα σαν να με ξέρεις. Δε με ξέρεις.
Δε μπορείς να με ξέρεις αν δε μάθεις τον εαυτό σου πρώτα. Ξέρεις την επιφάνεια, αυτό που σε ανάγκασες να βλέπεις. Και την επιφάνεια τη μισείς γιατί αυτό έχεις γίνει. Μια επιφάνεια, χωρίς ύψος, χωρίς βάθος. Γι’ αυτό δε σε ένοιαξε ποτέ το υπόβαθρο μου. Γιατί έχεις ξεχάσει πως κουβαλώ ένα. Γιατί έχεις ξεχάσει πως εσύ κουβαλάς ένα.
Ξέρεις να σου πω την αλήθεια, δε με ενοχλεί πλέον. Δε με πειράζει. Αν μεταβιβάζοντας το θυμό σου σε μένα εκτονώνεσαι, ας είναι. Εγώ κάνω τα κουμάντα μου εσύ τα δικά σου. Μα σπάζουν οι άνθρωποι μερικές φορές. Εκείνες τις λίγες που παύουν να προσποιούνται τις επιφάνειες και όντως νιώθουν. Κι αν καμιά φορά σπάσεις, να ξέρεις εγώ δε θα αντικατοπτρίσω το θυμό σου. Θα ψάξω να δω το βάθος σου.
What do you think?
Show comments / Leave a comment