Ο παππούς μου Δημήτρης, κάθε απόγευμα κάθεται στην βεραντούλα του. Κοιτάζει από εκεί τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους που συχνά-πυκνά περνούν. Για εκείνον αποτελεί μια όαση μια επίσκεψη από κάποιο από τα 6 του εγγόνια. Θυμάται, αναπολεί και μας διηγείται τις διάφορες ιστορίες από την 90χρονη του ζωή, πότε χαρούμενες, πότε λυπημένες, πότε δραματικές, πότε ευχάριστες. Έζησε τα πάντα από τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, τον απελευθερωτικό αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., τις δικοινοτικές διαταραχές του 63-64, το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Αν προσθέσουμε και στην συνάρτηση τα δύσκολα χρόνια λόγω φτώχιας και γενικότερα του χαμηλού βιοτικού επιπέδου που επικρατούσε στην Κύπρο, η πανδημία δεν θα μπορούσε να τον επηρεάσει και πολύ.
Κατά τις επισκέψεις μου στο σπίτι του δεν προσπαθώ να τον ρωτώ πώς περνούσε εκείνα τα χρόνια αλλά του δίνω πλήρως τον λόγο για να μου πει και να με ταξιδέψει σε εποχές αλλιώτικες όπως τις έζησε εκείνος. Έτσι και σε αυτή την «συνέντευξη» αποφάσισα να του δώσω την ευκαιρία να ξετυλίξει μόνος του το κουβάρι της ζωής του χωρίς ερωτήσεις. Με το να μου λέει μικρές ιστορίες βγαλμένες από την ζωή του, προσπαθώντας και εγώ να δημιουργήσω μια εικόνα της εποχής στο μυαλό μου, είμαι παραπάνω από ευχαριστημένος. Κάπως έτσι ξεκίνησε και αυτό το άρθρο μου. Με ένα απλό «πες μας παππού τι θυμάσαι από την ζωή σου».

Η ανάμνηση του από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ο παππούς θυμάται. Πρέπει να ήταν το 1940, 9 χρονών και να πήγαινε τέταρτη τάξη στο Δημοτικό. Ήταν στο σχολείο ώσπου μια στιγμή ακούστηκε ένας περίεργος ήχος να διαπερνά την περιοχή. Βγαίνοντας έξω μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές του είδε ένα πράσινο αεροσκάφος με κατεύθυνση από το Βαρώσι προς τα νότια να χαμηλώνει απότομα το ύψος του και εν τέλει να προσγειώνεται στην λίμνη του Παραλιμνίου. Τότε ήταν οι «πρώτες επισκέψεις» των δυνάμεων του άξονα στην Κύπρο. Οι οδηγίες που είχαν οι Κύπριοι από τους Άγγλους ήταν μόλις δουν εχθρικά αεροπλάνα να τρέξουν να µπουν στα χαρακώµατα να προστατευτούν. Αυτοί ωστόσο, μη έχοντας δει ξανα αεροπλάνα, έτρεξαν σε στέγες σπιτιών και σε υψηλά µέρη προκειµένου να δουν τα αεροπλάνα που πετάνε. Όταν τα παιδιά τέλειωσαν το σχολείο θέλησαν να διανύσουν μια απόσταση 4-5 χιλιομέτρων για να πάνε να δούνε από κοντά αυτό το μεγάλο αεροπλάνο. Όταν έφτασαν εκεί, οι αγγλικές αποικιοκρατικές δυνάμεις είχαν ήδη καταλάβει την περιοχή. Αργότερα έμαθαν ότι το αεροπλάνο ανήκε στο δυναμικό της Ιταλίας και είχε μείνει από καύσιμα στην προσπάθειά του να προχωρήσει προς την Μέση Ανατολή και έτσι έκανε αναγκαστική στάση. Αυτό θυμάται από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ένα ξεχασμένο ναυάγιο.
Κατά την Αγγλοκρατία, και συγκεκριμένα στις 21 Δεκεμβρίου 1951 μετά από ισχυρούς ανέμους, το πλοίο Porlock Hill το οποίο έπλεε στο ύψος της παραλίας Κάλας στην περιοχή Αγ. Μέμνωνα-Δερύνειας ακολούθησε μια πορεία προς τα ρηχά και βραχώδη νερά της παραλίας όπου και κόλλησε. Τα επίσης ισχυρά κύματα «μοίρασαν» το πλοίο στην μέση κάτι το οποίο έθεσε σε κίνδυνο τα όπλα και πυρομαχικά όπου μετέφερε το βρετανικό πλοίο. Σε μια εποχή όμως όπου η φτώχεια αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας των ανθρώπων αρκετοί έσπευσαν να συλλέξουν τα όποια τρόφιμα υπήρχαν εντός του πλοίου. Ο 21χρονος τότε παππούς μου, αναφέρει ότι αρκετοί περίμεναν στις παράγκες τους και στην ακτή την δύση του ήλιου όταν οι αγγλικές δυνάμεις έφευγαν από το πλοίο προκειμένου να το προσεγγίσουν στην προσπάθειά τους να πάρουν κάποια τρόφιμα. Ο παππούς Δημήτρης μου λέει ότι επέπλεαν γυάλινα βαζάκια μαρμελάδας τα οποία άδειαζαν προκειμένου να μπορέσουν να τα μεταφέρουν έξω και να πιάσουν το γυάλινο δοχείο. Ακόμη μου αναφέρει ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που δοκίμασε ένα αλμυρό μπισκότο, το κράκερ. Γιατί τόση ήτανε η φτώχεια της εποχής.

ammohostos.wordpress.com

Το μαύρο καλοκαίρι
Εκείνο το πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974 ο παππούς μού εξιστορεί ότι έβλεπε τα κομβόι, τα λεωφορεία και τα καραβάνια να κατευθύνονται από την Αμμόχωστο στην Δερύνεια. Την νύχτα της ίδιας ημέρας όλη η γειτονιά μαζεύτηκε σε ένα σημείο και κοιμήθηκαν όλοι μαζί προκειμένου να προστατευτούν όσο γινόταν. Χαρακτηριστικά μου αναφέρει πως «Όταν ακούσαμε ότι οι Τούρκοι έφτασαν ως την Μια Μηλιά αποφασίσαμε να φύγουμε από την Δερύνεια για να πάμε να κατασκηνώσουμε στην Αγία Θέκλα στην Σωτήρα». Εκεί έμειναν για 2 εβδομάδες όταν και μεταφέρθηκαν στον καταυλισμό του Ξυλοφάγου. Εκεί ο παππούς Δημήτρης και η γιαγιά μου Μαργαρίτα έμεναν μαζί με τα 4 παιδιά τους σε ένα αντίσκηνο εντός ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου. Αρχές του Σεπτέμβρη αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Δερύνεια μετά από τις διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια των κατοίκων του τότε υπουργού Εσωτερικών Νίκου Κόσιη ο οποίος επισκέφτηκε τον καταυλισμό. Κατά την επιστροφή τους στην Δερύνεια υπήρξε ανταλλαγή πυροβολισμών από τους στρατιώτες κάτι που τους ανάγκασε να καθυστερήσουν λίγο την επιστροφή τους. Στη συνέχεια μου λέει κάτι το οποίο αναμφίβολα μου έμεινε στο μυαλό και θα έπρεπε να αποτελεί φάρο για οποιοδήποτε θα ήθελε να λέγεται άνθρωπος όπως λέει και ο Τάσος Λειβαδίτης. «Ευτυχώς Δημήτρη μου, δεν ζήσατε πόλεμο. Ο πόλεμος δεν έχει νικητές μόνο ηττημένους».

kathimerini.com.cy
Μου ανέφερε και μου αναφέρει κι άλλες πολλές ιστορίες όπου βίωσε. Αποτελεί ένα θησαυροφυλάκιο ιστοριών για μένα καθώς τα όσα έζησε και είδε αποτελούν γεγονότα μιας αλλιώτικης εποχής όπου δεν έζησα. Μια επίσκεψη για να πιούμε τον απογευματινό μας καφέ μαζί και να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες, αποτελεί το καλύτερο δώρο τόσο για εκείνον όσο και για μένα.
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment