Μάμα μου, φοβάμαι κι ας είμαι στα 35.
Θυμάσαι που μικρή φοβόμουν το σκοτάδι; Στην πραγματικότητα φοβόμουν τον θάνατο. Τα βράδια πριν κοιμηθώ σκεφτόμουν το σκοτάδι του θανάτου και σχεδόν με έπιανε ασφυξία. Δεν έλεγα τίποτε, ντρεπόμουν και καταλάβαινα ότι θα περάσει. Δεν πέρασε, μαμά μου. Ακόμη φοβάμαι το σκοτάδι. Και ο θάνατος που με φοβίζει δεν έχει πια να κάνει με μένα. Εγώ μετά τα παιδιά μου μετρώ, δε μετρώ στα μάτια μου. Όταν νυχτώνει και έχω κάποτε χρόνο να σκεφτώ, πανάθεμά με, με τυλίγει πάντα τούτη η ίδια η σκέψη και με σφίγγει στο λαιμό. Είναι το θανατικό που με φοβίζει, το θανατικό εκείνων που χωρίς τους δεν μπορώ. Παλιά, παιδί πάλι, όταν ήθελα να κλάψω, οραματιζόμουν κηδείες. Τώρα που τα χρόνια προχωρούν θυμάμαι τα λόγια μιας φίλης μετά από μια κηδεία:
– Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να θέλεις να πεις τη λέξη «παπά» και να ξέρεις ότι πια κανένας δε θα σου αποκριθεί, να κάνεις κλήση σε αριθμούς τηλεφώνου που δεν υπάρχουν πια; Ξέρεις;
– Ξέρω;

cbronline.com
Και κάθομαι και σκέφτομαι πώς θα είναι τότε ο κόσμος. Ποιος θα σε καταλάβει; Σε ποιον θα μιλήσεις; Και λέω σου το, μάμα μου, και λες ότι λαλώ πελλάρες, αλλά ξέρω ότι φορτώνω σου ακόμη μιαν έγνοια.
Και ρωτώ σε, μάμα μου, εσύ που το πέρασες, πώς το ξεπέρασες; Και απαντάς μου πάντα με τον ίδιο τρόπο: «Έτσι είναι η ζωή, Ντίνα».
Φοβάμαι, μάμα μου, τούτη τη ζωή, μεγαλώνω και φοβάμαι τη ζωή. Έτσι φαίνεται.
«Έτσι είναι, Ντίνα, έτσι είναι ο κόσμος». Και με τα μάτια σου λέεις μου να βρω τρόπο να το ξεπεράσω, να ξορκίσω το κακό. Δε θα μπορείς πάντα εσύ. Εμεγάλωσα, λέεις, φτάνει με τις ευαισθησίες, έχω παιδιά δικά μου. Φτάνει.
Εντάξει.
Φτάνει. Να το ξορκίσω το κακό.
Γράφω λοιπόν, έγραψα, λίγο. Τόσο μπορούσα, τόσο είχα ανάγκη. Θα γράψω ξανά και θα γράφω. Πελλάρες, λέεις μου.
Μα εγώ σε ποιον θα τις λαλώ; Άτε ρε μάμα!
Πελλάρες.
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment