Θυμάμαι, όταν ξεκίνησε η πανδημία λίγο περισσότερο από έναν χρόνο πριν, οι δύσπιστοι ήταν αμέτρητοι. Στην αρχή, σε κάθε παρέα και σε κάθε γειτονιά έβρισκες κάποιον που δήλωνε αγέρωχα ότι ο COVID-19 δεν υφίσταται κι ότι όλα είναι κατασκεύασμα των κυβερνήσεων του κόσμου, απαριθμώντας ένα σωρό λόγους κι επιχειρήματα που διόλου δε με ενδιαφέρει να προσπαθήσω να θυμηθώ. Έπειτα, οι «αρνητές της μάσκας», άνθρωποι όχι μόνο της διπλανής πόρτας, αλλά και πολιτικοί, δημόσια πρόσωπα με μεγάλη επιρροή, πλανητάρχες… Στις οθόνες μας ολημερίς βλέπαμε πλάνα και ρεπορτάζ που φώναζαν, αρνούνταν να τηρήσουν τα μέτρα παρά τις οδηγίες του κράτους τους και διαδήλωναν εναντίον. Συγχρόνως, τα κανάλια που τα πρόβαλαν, ιδιωτικά ή μη, υποδείκνυαν πόσο ανεπίτρεπτη είναι και πόσο καταστροφική μπορεί να αποβεί μια τέτοια συμπεριφορά.
Πλέον, έναν χρόνο μέσα σε αυτήν την πανδημία, έχουμε σχεδόν ξεχάσει πώς ήταν η ζωή το 2019. Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή μέχρι και σήμερα, εγώ και η οικογένεια μου λαμβάνουμε σοβαρά τα μέτρα, καθώς ο πατέρας μου ανήκει στις πλέον ευπαθείς ομάδες, με τον κίνδυνο να είναι ιδιαίτερα μεγάλος αν τυχόν νοσούσε. Θυμάμαι πώς μου έλεγε «Ντόρα, πρόσεχε όταν βγαίνεις έξω, γιατί αν κολλήσω δε θα περάσω τον ιό.». Εγώ δε νευριάζω, δε θέλω να ζήσω πια κανονικά; Δεν συμπονώ τους μικροεπιχειρηματίες που ζουν έναν Γολγοθά; Βέβαια! Κάνω ωστόσο έστω και την παραμικρή σκέψη να μη φορέσω τη μάσκα μου επειδή «αμάν, βαρέθηκα πια!»;. Όχι, και ούτε πρόκειται. Κι αν ρωτάτε γιατί, θα σας πω μια ιστορία , για το τι συμβαίνει όταν το κακό χτυπήσει και τη δική μας πόρτα.
Όταν η μητέρα μου κόλλησε τον ιό, το κακό που μας χτύπησε την πόρτα ήταν μικρό. Όταν τον κόλλησε όμως ο 75χρονος παππούς μου, για πρώτη φορά με έλουσε κρύος ιδρώτας. Ωστόσο κι εκεί, τέλος καλό, όλα καλά.
Όταν όμως ο πατέρας μου ανέβασε δέκατα που ολοένα και αυξάνονταν και εν μια νυκτί ο πυρετός τον έψησε και έκανε έναν μεγαλόσωμο, δυνατό άντρα αδύναμο σαν φυλλαράκι, πραγματικά αντιλήφθηκα τη σοβαρότητα της κατάστασης. Κανείς δεν έλεγε τη λέξη κορωνοϊός, μονάχα πως έπρεπε να δούμε «τι είναι αυτό». Όταν επί ένα χρόνο επαναλαμβάναμε πόσο σημαντικό είναι να προστατευθεί κυρίως εκείνος, τώρα η ιδέα του ότι δεν τα καταφέραμε και το πώς θα εκτυλιχθεί η κατάσταση μάς ήταν πια παντελώς άγνωστο, ήταν τουλάχιστον τρομακτική.
Θυμάμαι πως επαναλάμβανα πως απλά είχε κρυώσει, μια άρνηση της πραγματικότητας που μπορούσα να διατηρήσω μόνο έως ότου τον ενημέρωσαν με ένα τηλεφώνημα ότι το αποτέλεσμα του rapid test βγήκε θετικό.

kathimerini.com.cy
Πέρα από εξουθενωμένος ήταν και τρομαγμένος, αγχωμένος και φοβισμένος. Όσο εκείνος ψηνόταν, θυμάμαι τη μάνα μου να του μετράει τον πυρετό κάθε μια ώρα και να σημειώνει το αποτέλεσμα σε ένα χαρτάκι, για να παρακολουθεί την εξέλιξή του. Όταν το e-mail με το αποτέλεσμα και του μοριακού τεστ ήρθε στο κινητό μου κι έδειξε ότι ήταν θετικό, ο μπαμπάς ήταν ακόμα στο σπίτι, ανήμπορος να φάει στερεό φαγητό από την αδυναμία και χωρίς να έχει πλήρη επαφή με το περιβάλλον. Με δεμένα χέρια παρακολουθούσα τον πατέρα μου να τυραννιέται και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να μισανοίξω την πόρτα του και να του χαμογελάσω βεβαιώνοντας τον ότι θα το περάσει.
Όταν με το χαρτάκι της μάνας μου ως απόδειξη για τον πυρετό που επέμενε και με μια αξονική που απέδειξε πνευμονία, τού έκαναν εισαγωγή στο νοσοκομείο, εγώ ακόμα έδειχνα ήρεμη και αισιόδοξη. Μόνο όταν έκλεισε η πόρτα πίσω μου, ένιωσα ελεύθερη να αισθανθώ πανικό. Έβαλα τα κλάματα υποσχόμενη ότι πρόσεχα όταν έβγαινα έξω και η μάνα μου βιάστηκε να με διαβεβαιώσει αμέσως ότι δεν έφταιγα εγώ. Έκλαιγα και φοβόμουν και δεν ήξερα αν ο μπαμπάς μου θα είναι καλά. Παρόλα αυτά, ένιωθα την υποχρέωση να είμαι ευχάριστη και χαρούμενη όταν του μιλούσα στο τηλέφωνο, γιατί ο πόνος των αγαπημένων του προσώπων ήταν ένα βάρος που δεν ήθελα να σηκώσει. Πεταγόμουν κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο, οι συγγενείς μας βρίσκονταν σε μόνιμη επικοινωνία και ράγιζε η καρδιά μου κάθε φορά που δεν του έφτανε το οξυγόνο για να ολοκληρώσει τη φράση του στο τηλέφωνο κι αναγκαζόμουν να του πω «Εντάξει μπαμπά, σε κλείνω, πρέπει να πάω στη δουλειά», για να μην τον κουράζω.
Ο μπαμπάς μου είναι ακόμη στο νοσοκομείο, πιο ζωηρός, δυνατός πια, με κάθε κίνδυνο να έχει περάσει και τους γιατρούς να χαμογελούν αισιόδοξα.
Δε με αφορά πόσο ιδρώνετε με τη μάσκα. Δε με ενδιαφέρει πόσο διαφωνείτε με τις αποφάσεις του πρωθυπουργού ή του προέδρου σας. Δε θέλω να ακούσω λέξη για το πόσο νευριάζετε που δεν μπορείτε να πιείτε τζιν-τόνικ στο μπαρ με τον ωραίο μπάρμαν.
Φορέστε τη μάσκα σας όπως, όπου και όποτε πρέπει, αν όχι για τους εαυτούς σας, τότε επειδή δε χρειάζεται άλλο ένα παιδί να ρωτήσει «Μαμά, ο μπαμπάς θα πεθάνει;»
Πιστέψτε με.

presspage.com
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
***Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: brookings.edu
What do you think?
Show comments / Leave a comment