Ήταν 2005, συγκεκριμένα Ιούλης. Είχαμε κανονίσει οικογενειακό ταξίδι στην Αίγυπτο, στη πόλη Sharm el sheikh. Λάτρεις του μυστηρίου, βλέπεις, όλη η οικογένεια. Το πρόγραμμα ήταν ήδη έτοιμο και περιλάμβανε να κάνουμε σαφάρι, να πάμε σε μουσεία, στις πυραμίδες, κοινώς ήταν ένα πολλά υποσχόμενο ταξίδι και όλοι μας ανυπομονούσαμε.
Φτάνουμε λοιπόν, όλοι μας συνεπαρμένοι από την ομορφιά και το μυστήριο που βλέπαμε. Κατεβαίνουμε στο ξενοδοχείο αφήνουμε τα πράγματα μας και ξεκινήσαμε τα τηλέφωνα για να σιγουρέψουμε τις ώρες και τις ημέρες για το κάθετι που κλείσαμε.
Την τρίτη μέρα του ταξιδιού, καθώς περνούσαμε κυριολεκτικά τέλεια, το πρωί ήμασταν αναποφάσιστοι για το αν θα πηγαίναμε στην παλιά «μαρκέτα» της πόλης ή την καινούρια. Για καλή μας τύχη, αποφασίσαμε να πάμε πρωί στην παλιά και την νύκτα στην καινούρια.
Πέρασε το πρωινό εκεί να βλέπουμε την παραδοσιακή πλευρά των Αιγυπτίων, γυρίσαμε αρκετά, αγοράσαμε ενθύμια και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση.
Όταν η ώρα πέρασε, καθώς ετοιμαζόμασταν για να πάμε περίπατο στην καινούρια αγορά της πόλης, για κάποιο παράξενο λόγο όλοι μας πλήν του μπαμπά μου δεν ήμασταν στο mood για να πάμε. Εγώ δεν ένιωθα και τόσο καλά, ο αδερφός μου δεν είχε και τόση όρεξη και η μαμά μου ήθελε να μείνει σε μια εκδήλωση του ξενοδοχείου. Ο μπαμπάς μου αναμφίβολα μας έπεισε για το πόσο ωραία θα περάσουμε και ότι θα χαλάσει όλο το πρόγραμμα αν δεν πηγαίναμε.
Μπήκαμε λοιπόν στο λεωφορείο και κατεβαίναμε προς την αγορά, όλοι μας παρατηρήσαμε την έντονη παρουσία του στρατού στους δρόμους, με όλο τους τον εξοπλισμό λες και ετοιμάζονταν να αποκρούσουν μια επίθεση. Το συζητήσαμε λίγο, αλλά το παραβλέψαμε.
Κατεβήκαμε, ξεκινήσαμε να περπατούμε σε σοκάκια να μπαίνουμε σε μαγαζιά, να γνωρίζουμε ακόμα λίγο την Αίγυπτο και πλέον τον πιο σύγχρονο πολιτισμό της. Πήγαμε για φαγητό, γνωρίσαμε εκεί τον ιδιοκτήτη πιάσαμε κουβέντα, πολύ φιλόξενος και ευγενικός, στο τέλος μας αποχαιρέτησε και μας είπε να προσέχουμε.
Περπατούμε εμείς να πάμε πίσω στο σημείο που ήταν συμφωνημένο να έρθουν τα λεωφορεία να μας παραλάβουν. Καθώς ήμασταν εκεί η μαμά μου θυμήθηκε ότι ήθελε ένα αναψυκτικό –ευτυχώς– και κατέβηκε ο μπαμπάς με τον αδερφό μου σε ένα υπόγειο μαγαζί να της αγοράσουν. Εμείς είχαμε μείνει πάνω και περιμέναμε.. μου λέει σε μια φάση η μαμά μου, πάμε κάτω γιατί ξέχασα να τους πω τι θέλω ακριβώς –για ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΤΥΧΗ- κατεβαίνουμε και εμείς. Μόλις κατεβήκαμε και τους βρήκαμε, δευτερόλεπτα μετά ακούμε δύο εκκωφαντικούς κρότους, ορκίζομαι δεν τρόμαξα ποτέ τόσο στη ζωή μου, απλά πάγωσα και έμεινα να βλέπω το μπαμπά μου. Όλοι προφανώς τρομοκρατήθηκαν, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μας καθησύχασε λέγοντας μας ότι απλά έσπασε ένα γκάζι.
Ο μπαμπάς μου και ο ανάδοχος του (ο αδερφός μου), σαν λάτρης του James Bond και μεγαλωμένος στο Λονδίνο, ήταν σχεδόν σίγουρος πώς ο κρότος αυτός δεν ήταν απλά ένα γκάζι το οποίο είχε εκραγεί.
Μας πήρε όλους και ανεβήκαμε πάνω να βρούμε το λεωφορείο μας, η κατάσταση που αντικρίσαμε δεν περιγράφεται. Παντού καπνός, τζάμια σπασμένα, κόσμος πανικόβλητος να τρέχει και τα λεωφορεία μας πουθενά.
Τότε στον μπαμπά μου, αν και ψύχραιμος, κατάλαβα ότι ξύπνησε έντονα το ένστικτο να προστατέψει την οικογένεια του, έψαχνε απεγνωσμένα ένα ταξί να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο.
Βγήκαμε σε ένα σοκάκι και ως δια μαγείας έρχεται από απέναντι μας ένας ψηλός άντρας, ξανθός με ένα ασύρματο, που πραγματικά ήταν ο σωτήρας μας. Μέσα σε τόσο κόσμο σταμάτησε στο μπαμπά μου, σιγουρέψαμε πώς ήταν βόμβες και του είπε, επειδή έχεις παιδιά μαζί σου απλά ακολούθησε με για να σας βγάλω σε κεντρικό δρόμο να βρείτε ταξί, διότι μας ενημέρωσε επίσης ότι μετά την επίθεση δύσκολα θα σταματούσε ταξί για να μας πάρει στο ξενοδοχείο γιατί ταυτόχρονα με την επίθεση στο τόπο που ήμασταν, 2 βομβιστές μπήκαν με αυτοκίνητο γεμάτο εκρηκτικά μέσα σε ένα ξενοδοχείο και εκπυρσοκρότησαν με αποτέλεσμα να πεθάνουν όλοι όσοι ήταν εκεί.
Ναι θα μου πεις με ποια εμπιστοσύνη τον ακολουθήσαμε. Εννοείται μας έδειξε το σήμα του, όπως στις ταινίες που σου δείχνουν οι αστυνομικοί την ταυτότητα τους για να μπορέσουμε να τον εμπιστευτούμε, αλλά μετά αποκαλύπτεται ότι ήταν ψεύτικη!
Τον ακολουθούμε λοιπόν και καθώς περπατούμε ακούμε μέσα από πάρκα ανθρώπους, που αναμφίβολα ήταν τραυματισμένοι να ουρλιάζουν, ήταν κάτι σαν ταινία τρόμου. Μέσα σε όλα αυτά, κόβεται η παντόφλα της μαμάς μου και την έσερνε για να περπατήσει, λέω από μέσα μου «Κάνε Θεέ μου απλά να φτάσουμε στο ξενοδοχείο σώοι».
Σταματά ο σωτήρας μας ένα ταξί μιλά στον οδηγό, ο οποίος στην αρχή ήταν ανένδοτος στο να μας πάρει στο ξενοδοχείο –λογικό το βρίσκω, που να ξέρει ποιοι είμαστε και τι διαθέσεις έχουμε-, ωστόσο καταφέρνει να τον πείσει δείχνοντας εμένα και τον αδερφό μου. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής βλέπαμε την πόλη απλά κατεστραμμένη, αστυνομία, στρατός και ασθενοφόρα παντού.. Δεν ξέρω αν είδες τον Joker αλλά η όλη εικόνα που αντίκριζα θύμιζε λίγο την φάση που αυτός ήταν στο περιπολικό, κοιτώντας την πόλη να φλέγεται.
Φτάνουμε λοιπόν, σώοι στο ξενοδοχείο, μαθαίνουμε ότι η πρώτη βόμβα είχε εκραγεί ένα τετράγωνο μακριά από το υπόγειο περίπτερο που ήμασταν και ότι αν ήμασταν πάνω όλο και κάποια ζημιά θα παθαίναμε, επίσης μάθαμε ότι η παλιά αγορά καταστράφηκε ολοσχερώς καθότι ήταν μικρή. Τότε πραγματικά όταν αντληθήκαμε όσα μάθαμε, σκεφτόμασταν ότι ή απλά είχαμε Θεό και μας πρόσεχε ή ότι ήταν μια σειρά τυχαίων γεγονότων που μας έσωσε και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε τι έγινε.
Ήμασταν στην 3η μέρα και είχαμε ακόμα 5. Αντιλαμβάνεσαι ότι ακυρώθηκαν όλες οι εκδρομές που είχαμε κανονίσει και 5 ολόκληρες ημέρες κάτσαμε κλεισμένοι στο ξενοδοχείο. Αν και η Κυπριακή Δημοκρατία είχε στείλει αεροπλάνα για να φέρει πίσω τους πολίτες της, εμείς κρίναμε σοφότερο να μείνουμε και να φύγουμε κανονικά διότι στα κανάλια έπαιζε πολύ ότι κάποιοι ντόπιοι ήθελαν να χτυπήσουν τον τουρισμό, έτσι εμείς σκεφτήκαμε και το ενδεχόμενο αεροπειρατείας στα αεροπλάνα των ξένων χωρών που στάλθηκαν.
Φτάνει λοιπόν η τελευταία μέρα και καθώς ετοιμαζόμαστε επιτέλους να φύγουμε, ενημερωνόμαστε από τον μάνατζερ του ξενοδοχείου ότι η αστυνομία κατάφερε να αποτρέψει ακόμα μια επίθεση 2 ατόμων με εκρηκτικά στο αυτοκίνητο, το οποίο κατευθυνόταν να μπει στο δικό μας ξενοδοχείο. Αυτό ήταν και το κερασάκι στη τούρτα.
Δόξα τω Θεώ, καταφέραμε και φτάσαμε στη Κύπρο χωρίς γρατζουνιές μόνο με λίγα ψυχολογικά, μιλώντας πάντα για τον δικό μου εαυτό γιατί ναι.. για αρκετά χρόνια μετά όταν άκουγα οποιοδήποτε κρότο, που για τους άλλους ήταν φυσιολογικό, τρόμαζα πολύ εύκολα και ήταν πρόβλημα για εμένα.
Ευτυχώς όμως μετά από αρκετά χρόνια κατάφερα να το ξεπεράσω. Ήταν μια Εμ-bee-ρία βγαλμένη πραγματικά από ταινία. Με είχε στιγματίσει για αρκετό καιρό και δεν ήθελα με τίποτα να επισκεφθώ ξανά την Αίγυπτο.
Σήμερα βέβαια, μετά από αρκετά χρόνια, δεν έχω την ίδια άποψη, θεωρώ ότι είναι μια πολύ γοητευτική χώρα με πολλή μαγεία και μυστήριο και με την πρώτη ευκαιρία θα πάω ξανά ?
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment