Ήταν μια μέρα παράξενη. Η μέρα που γύρισα σπίτι. Στο σπίτι που με περίμενε το γιασεμί στη βεράντα μου να το μυρίσω. Που ο τζίτζικας είχε προετοιμάσει κονσέρτα ολόκληρα μόνο για μένα. Ότι κι αν έζησα, ήταν κιόλας πίσω μου. Τα καλά, τα κακά και κάθε ίχνος νοσταλγίας για ό,τι άφηνα απ’ όπου ερχόμουν, είχαν γίνει καπνός.
Το νερό στο ποτήρι ήταν κρύο κι οι αγκαλιές ζεστές. Οι άνθρωποι μου. Αυτοί που μετρούσαν τις μέρες να γυρίσω. Που με αγάπησαν πριν γεννηθώ, πριν με μάθουν. Και δε με έμαθαν ποτέ, με δημιούργησαν. Από το μηδέν. Με όλη την αγάπη κι όλη την υπομονή που διέθεταν. Κάθε μέρα ήταν μια νέα προσθήκη στο χαρακτήρα μου, ώσπου έφτασα να είμαι ικανή να σταθώ απέναντι στον κόσμο.
Ήταν μια μέρα παράξενη. Η μέρα που γύρισα σπίτι. Γιατί μπορούσα να τους δω στα μάτια και να τους πω πως τα κατάφερα. Πως στάθηκα αντιμέτωπη με τον κόσμο, την πραγματικότητα και την κοινωνία. Δεν μπορούσα να τους πω πως κέρδισα. Γιατί με έμαθαν να μην τρέφω αυταπάτες. Αλλά νομίζω και πως δεν τους ενδιέφερε να το ακούσουν. Ρώτησαν μόνο για τις μάχες που έδωσα. Αν τις έδωσα με σθένος κι αν στάθηκα στο ύψος μου. Αν παρέδωσα τα όπλα ή αν προσπάθησα μέχρι το τέρμα.
Δεν τους ένοιαζε να δουν τι κέρδισα. Τις ήξεραν τις νίκες μου. Τους ένοιαζε να δουν τι έχασα. Αν ήμουν η ίδια που είχα φύγει ή αν κάπου είχε ξεμείνει κανένα κομμάτι μου. Το μόνο κομμάτι που έχασα ήταν το γιασεμί στη βεράντα. Δεν τους το είπα. Δεν ήθελα τα λόγια. Μου έφτανε ο τζίτζικας. Ήταν και τα καναρίνια στο κλουβί που ποτέ δε συμπάθησα. Τώρα καλά μου φαίνονταν, σαν να τα γλύκανε ο καιρός. Ίσως κι εμένα.
Κι έπειτα ήθελαν να καλύψουν όσα έχασαν εκείνοι. Τους μήνες, τις μέρες, τις ώρες. Να μάθουν τις καινούριες προσθήκες του εαυτού μου. Να αποκτήσουν πρόσβαση στα νέα κομμάτια μου. Και ρωτούσαν με μια κρυφή ανησυχία πως θα έκλεινα πόρτες και παντζούρια και δε θα τους άφηνα να μπουν. Πως θα προστάτευα κάθε καινούργιο σκέλος της ζωής μου με νύχια και με δόντια. Να το προστατέψω από τι; Αν σφράγιζα πόρτες και παράθυρα, πώς θα μύριζα το γιασεμί; Δεν το σκέφτηκαν.
Ήταν μια μέρα παράξενη. Η μέρα που γύρισα σπίτι. Γιατί είχα φύγει παιδί κι είχα έρθει ενήλικας. Κι είχαν αλλάξει οι όροι στο τραπέζι.
Είχα άλλα προνόμια κι άλλες υποχρεώσεις. Κι ήμουν επί ίσοις όροις σε κάθε συζήτηση. Δεν είχαν λόγους να με προστατέψουν πια. Δεν είχα λόγους να τους κρύβομαι πλέον. Ήταν ησυχία. Καλή ησυχία. Εκείνη που σε ζεσταίνει και δε σου αφήνει περιθώρια να χωρέσεις λέξεις. Κι ήταν κι αυτός ένας ακόμα λόγος που θα την ονόμαζες παράξενη τη μέρα. Γιατί είχα ξεμείνει από λέξεις. Δε συμβαίνει συχνά.
Το βράδυ πριν κλείσω τα μάτια μου, ήμουν χαρούμενη. Μέτρησα τα καλά στη ζωή μου. Κι ήταν πρώτο στη λίστα μου πως είχα γυρίσει σπίτι. Πως σε κάθε γωνιά που κοιτούσα υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού μου. Πως είχα γύρω μου μάτια να με κοιτούν γεμάτα αγάπη και χέρια ζεστά να με αγκαλιάζουν. Το σπίτι μου, θα είναι πάντα το σπίτι μου. Με το γιασεμί του και το τζίτζικα, τα καναρίνια και του, τους ανθρώπους μου και κάθε κομμάτι του εαυτού μου που γεννήθηκε κάπου εδώ γύρω. Ήταν μια μέρα παράξενη. Η μέρα που γύρισα σπίτι.
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment