Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς συνέβη. Ίσως θα ‘ταν τέλη καλοκαιριού αρχές Σεπτεμβρίου, πριν πάω για σπουδές. Όλο το καλοκαίρι εκείνο με βασάνιζε η ιδέα του ότι μπορεί να μην ξανάβλεπα τη γιαγιά μου. Έτσι ένα βράδυ μόλις είχε ξαπλώσει για ύπνο, φορώντας την ασορτί με τα μάτια της γαλαζοπράσινη νυχτικιά της, αποφάσισα να το πω. Ήταν από τα πιο δύσκολα πράγματα που ξεστόμισα ποτέ! «άτε άγια καληνύχτα. ΑΓΑΠΩΣΕ». Ντρεπόμουν πάρα πολύ να το πω. Θυμάμαι τότε την γυναίκα που βοηθούσε τη γιαγιά να ξαφνιάζεται και να με πειράζει, γιατί δεν συνήθιζα τέτοιες εκδηλώσεις αγάπης. Μα αυτό που έχει καρφωθεί στο νου μου από τότε, είναι το χαμόγελο της γιαγιάς λίγο πριν σβήσω το φώς. «Μάνα μου την κοκονίτσα μου. Τζαι εγιώ αγαπώσε». Ήταν μια νύχτα ασήμαντη.. Μα αυτή μου η κουβέντα με την γιαγιά με ηρεμεί κάθε φορά που σκέφτομαι πως έχει φύγει πριν να την αποχαιρετήσω.
Λίγους μήνες αργότερα, έζησα αυτό που φοβόμουν. Ημέρα Πέμπτη, είχα μιλήσει με τη γιαγιά για τελευταία φορά. Ήταν αδύναμη μεν, ευδιάθετη δε. Δεν είπαμε πολλά. Κι αν είπαμε δεν τα θυμάμαι.. Βλέπεις, δεν είχα καταλάβει αυτό που θα συνέβαινε. Πίστευα πως ήταν ακόμα μια περιπέτεια υγείας, και πως θα το ξεπερνούσε με την δύναμη ψυχής που την διακατείχε. Ξημερώματα Δευτέρας, είχα λάβει ένα παράξενο μήνυμα από την μάνα μου. Με ρωτούσε αν είχα εξέταση. Προσπάθησα να την καλέσω, μα καμία απάντηση. Τότε στιγμιαία σκέφτηκα πως κάτι συνέβη. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν περίμενα πως λίγες ώρες αργότερα θα με έπαιρνε τηλέφωνο ο αδερφός μου :
– Καλημέρα, γιατί εν τζοιμάσαι? Εν έχεις εξέταση σήμερα;
– Οι, έχω σε δύο μέρες. Τελειώνω μιαν εργασία που πρέπει να παραδώσω.
– Ντάξει, τέλειωσε την εργασία σου τζαι στείλε μήνυμα στους καθηγητές σου οτι εν να πάμε Κύπρο. Επέθανε η γιαγιά η Αναστασία.
Με δυσκολία προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι μου είπε. Οι λέξεις ήταν ξεκάθαρες. Πέθανε η γιαγιά. Εγώ να απορώ με τον εαυτό μου που δεν κλαίει με το άκουσμα της είδησης. Βγήκα έξω να πάρω αέρα. Με δυσκολία τρέχουν δύο δάκρυα από τα μάτια μου. Θύμωσα με τον εαυτό μου. Είχα στο νου μου εικόνες από μοιρολόγια, όμως εγώ ήμουν παγωμένη. Γιατί δεν κλαις; Οι άνθρωποι όταν χάνουν κάτι που αγαπούν κλαίνε.. Ήμουν παγωμένη. Φοβήθηκα πως ήμουν άδεια. Άνθρωπος χωρίς αισθήματα.
Εκείνη την μέρα θυμάμαι πως ήρθα αντιμέτωπη με το πιο παράξενο συναίσθημα που έχω νιώσει ποτέ! Την απόλυτη παράνοια… Σε ένα παγκάκι του αεροδρομίου του Άμστερνταμ, μια να γελάμε και μια να κλαίμε. Σκεπασμένοι με μια κουβέρτα που είχα πάρει μαζί μου, εγώ και ο αδερφός μου να περιμένουμε την δυσκολότερη πτήση της ζωής μας.
Φθάνοντας στην Κύπρο μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το πόσο ήρεμη και χαμογελαστή ήταν. Προς στιγμήν νόμισα πως κοιμόταν.. Tο μόνο που την πρόδιδε ήταν το παγωμένο σώμα.. Γιατί η γιαγιά ήταν πάντα τόσο ζεστός άνθρωπος!
Έχει περάσει τόσος καιρός μα όταν πηγαίνω στο σπίτι της, πολλές φορές ασυνείδητα μου έρχεται να της φωνάξω όπως παλιά.. Το καντήλι όμως μου θυμίζει πως έχει φύγει για άλλους κόσμους. Έχουν αλλάξει τόσα πολλά και ταυτόχρονα όλα είναι ίδια. Η ζωή κυλά μα πάντα μένει πίσω μια γλυκιά ανάμνηση. Εύχομαι μια μέρα να την συναντήσω ξανά και να πούμε όσα δεν προλάβαμε. Να γελάσουμε, να μαγειρέψουμε, να μου πει την ιστορία του Αη Γιώργη. Κι ας την άκουσα τόσες φορές..
Γιαγιά να ξέρεις πως δεν ξέχασα τις συμβουλές σου. Τα φώτα φτιάχνω λουκουμάδες και το πάσχα φλαούνες όπως εσύ μου έμαθες! Γιαγιά ακόμα τσακώνομαι με τη μαμά που και που, αλλά μην μαραζώνεις. Απ’ αγαπά παιδεύει. Έτσι δεν είναι;
Εις το επανιδείν!
Σε φιλώ,
Η Μαρώττα σου.
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment