Αν ρωτήσει κάποιος τον καθένα μας για το τι θυμάται από την παιδική του ηλικία, πολύ πιθανόν να βρεθούν εκατομμύρια διαφορετικές απαντήσεις. Άνθρωποι, γεγονότα, παιχνίδια και ό,τι άλλο μπορούμε να έχουμε συνδέσει ο καθένας μας με εκείνα τα χρόνια.
Για μένα, ένα από αυτά που έχω να θυμάμαι έντονα από εκείνη την ηλικία, ήταν η ίδια κουβέντα της μάνας μου, κάθε φορά που περνούσαμε από συγκεκριμένο σημείο στον δρόμο προς Πρωταρά. «Άνοιξε το παράθυρο σου, να μυρίσουμε την Αμμόχωστο». Ήταν μια συγκεκριμένη περιοχή στον δρόμο όπου τα φυτά που υπήρχαν εκεί και η έντονη μυρωδιά τους, ήταν η ίδια με την περιοχή που έζησε η μάνα μου στο Βαρώσι.
Μέχρι το 2003, αυτή ήταν η μόνη επαφή που είχα με την Αμμόχωστο, πέραν των φωτογραφιών, των βίντεο στο ίντερνετ, τις ιστορίες που άκουγα από γονείς και λοιπούς συγγενείς και των πόστερ που είχαμε στο σπίτι μας. Μόνο αυτή η μυρωδιά, εντελώς αφαιρετικά, με έφερνε για κάποια δευτερόλεπτα να βρίσκομαι κι εγώ μαζί με τη μητέρα μου στις αυλές που έπαιζε μικρή.
Και ξαφνικά, σκάει η είδηση ότι ανοίγουν τα οδοφράγματα, μετά από μονομερή απόφαση του τότε ηγέτη των κατεχομένων. Όπως φαντάζομαι και σε κάθε προσφυγικό σπίτι, υπήρχε ένα αίσθημα πανικού, ανυπομονησίας και ίσως ενθουσιασμού που επιτέλους μετά από τόσα χρόνια θα μπορούσαμε επιτέλους να δούμε από κοντά τα σπίτια μας. Η μάνα μου μιλούσε επί μέρες στα τηλέφωνα με θείες, γιαγιά, συγγενείς για το πότε θα πηγαίναμε όλοι μαζί να περάσουμε τα οδοφράγματα. Δεν άργησε να έρθει αυτή η μέρα.
Πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες ώρες περιμέναμε στην ουρά με το αυτοκίνητο με τη μητέρα, τον πατέρα, τη γιαγιά μου, τις θείες μου, μέχρι να έρθει η σειρά μας να περάσουμε τον απαιτούμενο έλεγχο διαβατηρίων (πραγματικά πόσο ψυχοφθόρο να δείχνεις διαβατήριο για να πας να δεις το σπίτι σου). Ίσως όμως να ήταν η μόνη φορά που η κλασική κυπριακή ανυπομονησία είχε εξαφανιστεί από τον καθένα, από τις χιλιάδες που περίμεναν στη σειρά εκείνες τις μέρες. Η προσμονή και η συγκίνηση, δεν άφηναν περιθώρια σε άλλο συναίσθημα να αναπτυχθεί μέσα μας.
Ώσπου περάσαμε τελικά όλες τις απαραίτητες διαδικασίες και ξεκίνησε η διαδρομή μας. Κατά τη διαδρομή έβλεπα τόσο στον τόνο της φωνής όσο και στο βλέμμα της μάνας μου το άγχος, ότι δε θα θυμηθεί πώς να πάει σπίτι της. Λογικό να έχει ξεχάσει μετά από τόσα χρόνια σκεφτόμουν εγώ, αυτή όμως δε φαίνεται να το δεχόταν. Πηγαίναμε σπίτι της. Πώς γινόταν να μη θυμάται τον δρόμο;
Χάσαμε κάποια στριψίματα, περάσαμε 2-3 φορές από το ίδιο σημείο και μετά από λίγη ώρα κάποια σπίτια τούς έμοιαζαν πιο γνώριμα και η γειτονιά πιο οικεία. «Έτο, έτο σπίτι μας!»
Κατεβήκαμε και πήγαμε αμέσως στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου. Δεν ξέραμε ποιοι θα ήταν μέσα. Μόλις μπήκαμε, φαίνεται πως μας περίμεναν. Η αδυναμία τους να επικοινωνήσουν μαζί μας στα ελληνικά ή στα αγγλικά, έδειχνε πως ήταν έποικοι. Φώναξε αμέσως μια γειτόνισσα ηλικιωμένη, η οποία μάς μιλούσε ελληνικά. Στη συζήτηση μας είπε πως η ίδια ήταν Τουρκοκύπρια από την Πάφο και πως στο σπίτι μας ήταν πράγματι έποικοι. Στον ρόλο του μεταφραστή για λίγη ώρα, μας μετέφερε τα μηνύματα της ηλικιωμένης που έμενε στο σπίτι της γιαγιάς μου, η οποία φαινόταν πως αντιλαμβανόταν πως αυτό ήταν το σπίτι μας. Δεν έκανε καν έργα για επιδιορθώσεις στο σπίτι γιατί «ξέρει πως κάποια μέρα θα φύγει από μέσα γιατί δεν είναι δικό της το σπίτι».
Παρ’ όλη την ευγένεια της γυναίκας, η συναισθηματική φόρτιση να είμαστε φιλοξενούμενοι στο σπίτι μας, δε μας άφησε να μείνουμε για πολύ. Αμέσως πήγαμε στο δίπλα οικόπεδο, όπου είδα ένα άκτιστο διώροφο σπίτι. «Βλέπεις τον πάνω όροφο; Τούτο ήταν το σπίτι μου που εκτίζαμε πριν τον πόλεμο». Κι ήταν ακόμα άκτιστο, χωρίς πόρτα, χωρίς παράθυρα, να περιμένει να τα βάλουμε εμείς.
Δεν ξέρουμε αν ακόμα είναι χωρίς πόρτα και χωρίς παράθυρα. Δεν ξαναπήγαμε από τότε. Η γιαγιά μου μας άφησε. Ο πατέρας μου το ίδιο. Δεν τολμώ να ρωτήσω τη μάνα μου γιατί δε θέλει να ξαναπάμε. Ίσως γιατί νομίζω πως ξέρω την απάντηση.
Δεν είναι γιατί δε θέλει να τα ξαναδεί. Είναι γιατί δε θέλει να τα ξαναχάσει…
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment