Οι αρθρογράφοι του Beezdom, δοκιμάζονται ξανά! Αυτή τη φορά προκλήθηκαν από ένα άλλο αρθρογράφο να γράψουν μία φανταστική, λογοτεχνική ιστορία από τον τίτλο ενός τραγουδιού. Ο Αντώνης Φελλάς προκάλεσε τη Μαρία Πέτρου να γράψει μία ιστορία από το τραγούδι «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Καίτης Γαρμπή.
Για να δούμε Μαρία, can you bee a story writer?
Πάντα με δυσκόλευαν οι αποχαιρετισμοί και τα πολλά λόγια.
Όμως αυτός, δεν είναι σαν τους άλλους. Αποχαιρετώ τη ζωή.
Βλέπω τριγύρω στα καθίσματα ανθρώπους φοβισμένους, παιδάκια να σπαράζουν στο κλάμα, γυναίκες να προσεύχονται με τον σταυρό στο χέρι, ένα ζευγάρι δίπλα μου να ανταλλάζει λόγια αγάπης κρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου. Εγώ όσο περίεργο κι αν ακούγεται, δεν φοβάμαι τίποτα! Απλά περιμένω.
Κοιτάζω έξω απ’ το στρογγυλό παράθυρο το χάος κάτω και νιώθω ότι το πλησιάζω από στιγμή σε στιγμή. Κι όμως δε φοβάμαι τίποτα. Η μάσκα οξυγόνου μου φέρνει μια παράξενη δυσφορία, η ζώνη με πιέζει, ο πιλότος που φωνάζει απ’ τον ασύρματο με εκνευρίζει. Προσπαθώ να θυμηθώ. Να επαναφέρω τις μνήμες μου. Τόσα χρόνια πάλευα μέσα μου να ξεχάσω μα τώρα νομίζω πως ήρθε η ώρα να θυμηθώ. Λένε πως τις τελευταίες ώρες που περνάς στη γη, όλη η ζωή σου κυλάει διαδοχικά από μπροστά σου σαν φιλμ ασπρόμαυρης ταινίας. Τώρα σαν να βλέπω τη μάνα μου να ράβει σιγοτραγουδώντας ένα γνωστό παραδοσιακό τραγούδι. Απ’ αυτά που τραγουδούσε στη Σμύρνη πριν τη μεγάλη καταστροφή.
Μεγάλωσε 5 παιδιά μόνη αφού ο πατέρας μου βολόδερνε για χρόνια στα καράβια. Πέντε αδέλφια λοιπόν κι άλλα δεκαπέντε σε κάθε λιμάνι της γης, τα γνωστά “βαφτιστήρια” του που μόνο βαφτιστήρια δεν ήταν. Τη γλέντησε καλά τη ζωή του ο καπετάνιος. Η μάνα μας απ’ την άλλη καθόλου, μια ζωή φοβόταν μην τη πιάσουν στο στόμα της οι κυράτσες του χωριού. Κατά πως έλεγε με ύφος αυστηρής δασκάλας πάντοτε: «Το όνομα είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά που μπορείς να αφήσεις στα παιδιά σου. Δεν έχει σημασία αν είσαι πλούσιος ή φτωχός. Άμα το όνομα σου είναι καθαρό και τίμιο, γίνεται σφουγγάρι για όλα τα υπόλοιπα». Καλά τα’ λεγε η μάνα μου, αλλά στη πράξη τι γινόταν; Εγώ ως μεγαλύτερος έπρεπε να σταθώ βράχος στην οικογένεια. Και σαν πρωτότοκος γιος εγώ, ήμουν αυτός που έφαγε το περισσότερο ξύλο απ’ όλους. Ήμουν ατίθασο πνεύμα από μικρός, δε χωρούσα σε καλούπια και υποδείξεις. Αργότερα αυτό το πλήρωσα ακριβά..
Γυρνάω το βλέμμα μου προς το ζευγαράκι δίπλα μου. Τρομαγμένοι απ’ τις αναταράξεις, σφίγγουν ακόμα πιο δυνατά την ενωμένη τους γροθιά. Η κοπέλα με κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια και ρωτάει σχεδόν ξεψυχισμένα «Εσείς δεν φοβάστε;». Μου θυμίζει κάποια. Ίσως τα φυσικά κόκκινα μαλλιά της να με μπερδεύουν. Κι όμως.. Μου θυμίζει εκείνη. Τη Σαλώμη. Τον μεγάλο μου έρωτα..
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ.. Μάρτης του ‘43. Οι Γερμανοί μάζευαν τους Εβραίους σε γκέτο για να εξυμνήσουν την «Άρια» φυλή και να φτιάξουν όπως έλεγαν ένα «καινούργιο καλύτερο κόσμο». Ένα κόσμο γεμάτο δολοφόνους και μιάσματα. Αυτό ονειρεύονταν! Η μικρή μου Σαλώμη κούρνιαζε σαν τρομαγμένο μωρό στο στήθος μου, όσο εγώ τη φιλούσα στα μαλλιά προσπαθώντας παράλληλα να κρύψω το δικό μου φόβο. Τότε ναι.. Φοβόμουν! Δεν ήθελα να την αποχωριστώ. Δεν το άντεχα να τη χάσω.
Τόσα και τόσα περάσαμε για να’ μαστε μαζί, πόσα και πόσα δεν ακούσαμε απ’ τον κόσμο για τη σχέση μας. Άλλη κουλτούρα, άλλη νοοτροπία, άλλη θρησκεία. Δύο κόσμοι τόσο διαφορετικοί μα ταυτόχρονα και τόσο ίδιοι. «Ντροπή τους» λέγανε οι κακές γλώσσες. Ντροπή η αγάπη; Τι ανόητοι που είναι οι άνθρωποι μερικές φορές! Ποιος μπορεί να βάλει φραγμούς στην αγάπη; Στη τελική ποιος μπορεί να ορίσει το συναίσθημα αυτό; Πολύ απλά, δεν ορίζεται.
Την έκρυψα σε ένα απομακρυσμένο σπιτάκι λίγο έξω απ’ τη πόλη. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα την έβρισκε κανείς εκεί. Την άφησα μόνη για λίγο σκεπάζοντας την με μια λεπτή κουβερτούλα. «Θα γυρίσω σε λίγο ναι;» της είπα και μου χαμογέλασε κάπως ανακουφισμένη. Βγήκα έξω μήπως βρω κάτι να φάει. Μέρες ολόκληρες νηστική να κρύβεται από δω και από ‘κει σαν βαρυποινίτισσα. Γιατί;
Γιατί ήταν Εβραία. Και τι το κακό σ’ αυτό; Δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω μέσα μου. Για μένα ο κόσμος πάντα φάνταζε ίσος. Οι ψυχές διαφέρουν το ξέρω, μα λίγοι μπορούν να τις δουν κι αν τις δουν ελάχιστοι μπορούν να τις καταλάβουν. Όταν γύρισα στο σπιτάκι δεν τη βρήκα. Βγήκα ξανά έξω και την έψαχνα απεγνωσμένος. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έκλαψα. Την έχασα. Μου την στέρησαν. Ένα αόρατο μαχαίρι σαν να καρφώθηκε στη καρδιά μου. Ξεριζώθηκαν τα μέσα μου. Όχι καθόλου δεν υπερβάλλω. Πάλεψα για να την έχω, πήγα κόντρα σε όλους και σε όλα και μέσα σε λίγα λεπτά την έχασα. Ούτε που θέλω να σκέφτομαι τι κτηνωδίες πέρασε μετά από’ κείνο το βράδυ.. Το μόνο που σκέφτομαι τώρα είναι ότι ίσως κάπου τη ξαναδώ εκεί ψηλά.
«Όχι! Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ!» απαντώ στην νεαρή δίπλα μου. Ίσως με θεωρεί τρελό που βλέπω λίγο λίγο το τέλος να πλησιάζει και ‘γω χαμογελάω. Πέρασα πολλά στη ζωή μου, δεν με τρομάζει ο θάνατος. Βρέθηκα εξόριστος σε ξερονήσι, βασανίστηκα φρικτά για την ιδεολογία και τις επαναστατικές μου αντιλήψεις. Σωστές ή λάθος οι απόψεις μου αυτές ήταν. Και τις υποστήριξα μέχρι το κόκκαλο. Φτάνω στο τέλος. Το αεροπλάνο σε λίγα δευτερόλεπτα θα γίνει συντρίμμια και γω μια χούφτα χώμα.
Τι να φοβηθώ τώρα πια;
Δεν έχω τίποτα απολύτως να φοβάμαι. Εγώ τη ζωή μου τη έζησα με τους δικούς μου κανόνες. Με τα δικά μου πρέπει. Ότι ήταν να χάσω το έχασα. Ότι ήταν να δώσω το έδωσα. Ότι ήταν να πάρω το πήρα. Είμαι έτοιμος. Πιο έτοιμος από ποτέ. Ο απολογισμός μου τελειώνει εδώ. Με το κεφάλι ψηλά. Σας αφήνω με τα λόγια του Καζαντζάκη και πάω να την ανταμώσω ξανά..
«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, ΕΙΜΑΙ ΛΕΦΤΕΡΟΣ!»
[zombify_post]
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
***Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: a57.foxnews.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment