4 Ιανουαρίου 1960. Είναι η μέρα που τα σχέδια για το κοινό μέλλον του Γαλλοαλγερινού στοχαστή, συγγραφέα και νομπελίστα Αλμπέρ Καμύ και της σπουδαίας ηθοποιού με ισπανική καταγωγή Μαρία Καζαρές σβήνουν μια για πάντα. Δώδεκα χρόνια παθιασμένου, παράνομου έρωτα επισφραγίζονται με ένα τραγικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, όταν ο έλεγχος του σπορ αυτοκινήτου του εκδότη του Καμύ, Μισέλ Γκαλιμάρ, χάνεται λόγω των σκασμένων του λάστιχων και καρφώνεται με υπερβολική ταχύτητα πάνω σε ένα δέντρο. Ο Καμύ σκοτώνεται ακαριαία. Σκοτώνεται έχοντας πάρει πλέον την απόφαση να ταξιδέψει από το γαλλικό νότο στο Παρίσι, για συναντήσει τον έρωτα της ζωής του και να μην τον αποχωριστεί ποτέ ξανά. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνεται από την τελευταία επιστολή του Καμύ, πέντε μέρες πριν το ταξίδι του, στην αγαπημένη του Μαρία:
30 Δεκεμβρίου 1959
«Ποτέ δε μου έλειψες περισσότερο, μικρή μου. Πηγαίνω στο Παρίσι, όπου και θα ζήσουμε για πάντα μαζί. Μην αργήσεις να έρθεις να με βρεις. Βρήκα τον άνθρωπο, με τον οποίο θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου. Και αυτό το υπόλοιπο θέλω να αρχίσει εδώ και τώρα! Σε φιλώ γλυκά, ανυπόμονα και παθιασμένα στο λαιμό, όπως σου αρέσει. Παντοτινά δικός σου, ο Αλόνσο σου».
Και πράγματι, παρέμεινε παντοτινά δικός της. Στην τσέπη του συγγραφέα βρέθηκε ένα εισιτήριο τρένου, το οποίο υποδείκνυε την αρχική του απόφαση να ταξιδέψει κατ’ αυτό αυτόν τον τρόπο στο Παρίσι. Άραγε, τι θα επεφύλασσε η μοίρα για το μέλλον των δύο εραστών, αν ο Καμύ κατάφερνε να φτάσει στον προορισμό που λαχταρούσε; Κανείς δεν ξέρει. Ο Αλμπέρ Καμύ και η Μαρία Καζαρές έζησαν μόνο το ταξίδι, χωρίς γνωρίσουν τον προορισμό. Το σίγουρο, όμως, είναι πως το ταξίδι τους ήταν έντονο, περιπετειώδες και γεμάτο πρωτόγνωρα συναισθήματα.
likewoman.gr
Η γνωριμία
Παρίσι, Μάρτιος 1944. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν, χωρίς να καταφέρουν να ξεκολλήσουν, στην ιδιωτική παρουσίαση του έργου του Πάμπλο Πικάσο «Ο πόθος πιασμένος από την ουρά», την οποία σκηνοθετούσε ο Καμύ κι έλαβε χώρα στο σπίτι του λογοτέχνη και εθνολόγου Μισέλ Λεϊρίς. Σχεδόν τρεις μήνες μετά, στις 6 Ιουνίου 1944, ξανασυναντιούνται σε φιλικό σπίτι με αφορμή το ανέβασμα του θεατρικού έργου του Καμύ με τίτλο «Παρεξήγηση», όπου η Καζαρές θα πρωταγωνιστούσε. Εκείνος ήταν 30 ετών και εκείνη μόλις 21.
Ο Καμύ είχε εντυπωσιαστεί από την ομορφιά των φυσικών χαρακτηριστικών της. Τα μάτια της, το σώμα, η φωνή της και ο ερωτισμός της του δημιουργούν μια ακαταμάχητη έλξη. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Καμύ στις επιστολές του της απευθυνόταν ως «μια γυναίκα που είναι όμορφη από θέλημα Θεού και τσαχπίνα από θέλημα διαβόλου». Η Καζαρές αντίστοιχα μαγνητίζεται από τη γοητεία, την εσωστρέφεια και τη μελαγχολία του προσώπου του. Κατά τη διάρκεια της πρόβας, μπλεγμένοι ανάμεσα σε σκηνικά, θεατρικές στολές και προσωπικότητες της γαλλικής διανόησης, δίνουν το πρώτο τους φιλί. Λίγο αργότερα, έπειτα από την έξοδό τους για χορό, ακολουθεί η πρώτη τους ερωτική συνεύρεση. Οι στιγμές για τους δυο τους κυλούν σα να γνωρίζονταν από πάντα και η Καζαρές του εκμυστηρεύεται πως το μόνο που επιθυμεί είναι να του εμπνέει διαρκώς τον έρωτα. Για το επόμενο διάστημα παραμένουν αχώριστοι.
culturenow.gr
Τα γεγονότα που τους απομακρύνουν και η επανασύνδεση
Ο έρωτάς τους γεννήθηκε και εξελίχθηκε, όσο η Γαλλία διένυε τους τελευταίους μήνες της ναζιστικής κατοχής, μιας και είχε ξεκινήσει ήδη η απόβαση της Νορμανδίας, με τα συμμαχικά στρατεύματα να επιδιώκουν τη σταδιακή απελευθέρωση της Γαλλίας. Ο Καμύ ζούσε μόνος και δούλευε οργανωμένα για την αντίσταση. Όλα μοιάζουν υπέροχα, όμως η σχέση τους αντιμετώπιζε ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο. Ο Καμύ ήταν παντρεμένος και η σύζυγος του Φρανσίν Φορέ, μαθηματικός και μουσικός στο επάγγελμα, βρισκόταν αποκλεισμένη στο Οράν της Αλγερίας. Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 1944, η Φρανσίν αποβιβάζεται στο Παρίσι και η Καζαρές ζητά από τον Καμύ να χωρίσουν, γιατί η αξιοπρέπειά της δεν της επιτρέπει να μπει ανάμεσα στο ζευγάρι. Μένουν μακριά ο ένας από τον άλλον για τέσσερα ολόκληρα χρόνια και η Φρανσίν τον επόμενο χρόνο φέρνει στον κόσμο τα δίδυμα μωρά τους Ζαν και Κατρίν.
godsavesthequeen.com
Παρόλα αυτά, η απιστία του Καμύ οδηγεί τη Φρανσίν στην κατάθλιψη και παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιδείνωση της ψυχικής της υγείας, μιας και διαπιστώνει ότι ο σύζυγος της δεν καταφέρνει να ξεπεράσει ποτέ τη θυελλώδη σχέση του με τη Μαρία, η οποία αισθάνεται το ίδιο. Της στέλνει επιστολές πλημμυρισμένες από απόγνωση και πόνο:
«Το σταματώ όλο αυτό, εδώ. Παρατηρώ ότι αυτή η επιστολή είναι μια επιστολή θρήνου. Κι εσύ κι εγώ, έχουμε άλλα πράγματα να κάνουμε από το να θρηνούμε. Είναι καλύτερα να κρατάμε το στόμα μας σφραγισμένο, όταν αισθανόμαστε την καρδιά μας να στερεύει. Είσαι ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο θέλω να γράψω σήμερα, όλα αυτά τα πολλά που έχω μέσα μου. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Μέχρι σήμερα, αγάπησες ό,τι καλύτερο έχω κρυμμένο μέσα μου. Ίσως αυτό να μην είναι καν ακόμη αγάπη. Κι ίσως, να μ’ αγαπήσεις πραγματικά, μόνο όταν θα με αγαπήσεις με τις αδυναμίες και τα λάθη μου. Αλλά πότε και για πόσο; Είναι τόσο όμορφο και συνάμα τόσο σαγηνευτικό να πρέπει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, ζώντας συνέχεια μέσα στον κίνδυνο, στη διαρκή σου αναχώρηση, στη μέση ενός κόσμου τόσο αινιγματικού. Σ΄ έναν κόσμο, όπου η ζωή ενός ανθρώπου, ζυγίζει τόσο λίγο.
Δε θα ηρεμήσω ποτέ, όσο το πρόσωπό σου θα είναι μακριά μου. Αν δεν έρθεις, θα σε περιμένω με αγωνία στην αφυδατωμένη καρδιά μου. Αλλά τουλάχιστον μη με ξεχάσεις όταν φύγεις. Μην ξεχνάς όσα σου είπα εκτενώς στο σπίτι μου, μια μέρα πριν καταρρεύσουν όλα. Μη μ’ αφήνεις, δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα χειρότερο από το να σε χάσω. Τι θα κάνω, χωρίς αυτό το πρόσωπο που με συγκλονίζει, αυτή τη φωνή κι αυτό το σώμα που το ποθώ όταν μ’ αγγίζει;»
Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη τους ερωτική συνεύρεση, στις 6 Ιουνίου 1948, μια τυχαία συνάντηση στη λεωφόρο Saint-Germain-des-Prés του Παρισιού, τους ξαναενώνει. Ο ένας πήρε τον άλλον αγκαλιά και δεν αποχωρίστηκαν ποτέ πια.
12 χρόνια κρυφής σχέσης – 865 ερωτικές επιστολές
Τα επόμενα χρόνια ο έρωτάς τους συνεχίστηκε και η αλληλογραφία τους ήταν συνεχής, παθιασμένη και κάποιες φορές οδυνηρή υπό το αίσθημα του ανεκπλήρωτου έρωτα. Ήξεραν και οι δύο καλά ότι δεν μπορούν να είναι μαζί, γιατί ο Καμύ είχε οικογένεια και δίσταζε να αφήσει τα παιδιά του, παρόλο που η Καζαρές αρκετές φορές είχε φτάσει σε οριακό σημείο θέτοντας του τελεσίγραφα:
«Φοβάμαι να σε μοιράζομαι και μπορεί και να κουράστηκα. Πάρε μιαν απόφαση, επιτέλους, Αλ. Αν δεν το κάνεις, σου υπόσχομαι μέχρι το τέλος αυτού του χρόνου να έχω εξαφανιστεί οριστικά και αμετάκλητα από τη ζωή σου»
Όμως ο Καμύ δεν τολμούσε να χωρίσει παρά το γεγονός πως τόσο η σύζυγος όσο και η ερωμένη του υπέφεραν. Όπως αναφέρει η κόρη του, Κατρίν, ο πατέρας της παρόλο που είχε ελεύθερο πνεύμα, δεν έφυγε ποτέ από το γάμο του, γιατί το είχε υποσχεθεί στη Φρανσίν. Ήθελε να κρατήσει το λόγο του. Ίσως, ακόμα, να μην είχε καταφέρει μέσα του να νικήσει τις κοινωνικές προσταγές και να τον κυρίευε ο φόβος του διασυρμού. Ωστόσο, η ψυχική υγεία της Φρανσίν είχε πλέον κλονιστεί ανεπανόρθωτα, φτάνοντας τη στο σημείο να κάνει θεραπείες με ηλεκτροσόκ, να νοσηλευτεί, ενώ μάλιστα το 1954 αποπειράθηκε να βάλει τέλος στη ζωή της.
theparisreview.org
Η δραματική αυτή κατάσταση είχε επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την Καζαρές, η οποία αισθανόταν τύψεις και συμβούλευε τον Καμύ λέγοντας του «Να σε προσέχεις. Είναι και ο καλύτερος τρόπος για να προσέχεις τη Φρανσίν. Μέσα σε αυτήν την αφάνταστη αταξία, πώς είναι τα παιδιά; Τι κάνουν;». Kαι πάλι, τίποτα δε στάθηκε ικανό να δαμάσει τον έρωτά του Καμύ για την Καζαρές. Σε εκείνη έβρισκε πάντα το μέρος που όλοι του οι φόβοι και οι πόνοι ηρεμούσαν. Η χρόνια μάχη του με τη φυματίωση τον έκανε να εγκλωβιστεί μέσα στις ανησυχίες και τα προβλήματα του, όμως όταν έγραφε στη Μαρία, η ψυχή του και όλο του το είναι απελευθερώνονταν. Ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να μοιραστεί τις πιο βαθιές του σκέψεις.
«Απόψε αναρωτιέμαι τι κάνεις, πού είσαι και τι σκέφτεσαι. Θα ήθελα να έχω τη βεβαιότητα της σκέψης σου και της αγάπης σου. Το έχω απόλυτη ανάγκη μερικές φορές. Αλλά για ποια αγάπη μπορούμε να είμαστε ποτέ σίγουροι; Μια κίνηση κι όλα μπορούν σε μια στιγμή να καταστραφούν. Και ποιος είμαι εγώ τελικά που θα απαιτήσει τόσο πολύ έναν άνθρωπο σαν και σένα; Είναι ίσως επειδή, ξέρω όλες τις αδυναμίες μου και πιστεύω ότι ακόμη και μια δυνατή καρδιά σαν τη δική μου, μπορεί να έχει τόση αγωνία για την απουσία σου, ώστε να γεμίσει έναν τέτοιο έρωτα με γκρίζες σκιές και αποσυρμένες αναμνήσεις.
Σε σκέφτομαι συνεχώς και σ’ αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Έλα γρήγορα, μη με αφήνεις μόνο για πολύ με τις σκέψεις μου. Χρειάζομαι τη ζωντανή παρουσία σου και το σώμα σου, ώστε να βυθιστώ στη γαλήνη σου άλλη μια φορά. Με βλέπεις, τεντώνω τα χέρια μου προς το μέρος σου. Έλα μπροστά μου, όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Σε φιλώ με όλη μου τη δύναμη.»
alfavita.gr
Σε άλλη του επιστολή αναφέρει:
«Μικρή μου Μαρία,
Ήλπιζα ότι θα μπορούσα να σε συναντήσω αμέσως, τηλεφωνώντας στο σπίτι σου. Αλλά δεν έχω καν αυτό το χρόνο. Σου στέλνω αυτό το σημείωμα, ανάμεσα σε δύο ραντεβού μου. Δε σημαίνει τίποτα, φυσικά. Υποθέτω όμως ότι θα το βρεις απόψε και θα με σκεφτείς. Νιώθω απελπισμένος, σε χρειάζομαι!
Καληνύχτα, αγάπη μου. Κοιμήσου πολύ, σκέψου με έντονα. Θα σε φιλώ ως αύριο.»
Εκείνη λάμβανε τις επιστολές του με λαχτάρα και απαντούσε προσπαθώντας να του διώξει κάθε αμφιβολία για τη σημασία που έχει στη ζωή της.
«Εγώ βράζω μέσα και έξω, όλα καίγονται, η ψυχή μου, το σώμα, έξω, μέσα, η καρδιά μου και η σάρκα μου».
wikimedia.org
«Θα σου πω τι θα κάνεις για μένα μόλις με δεις: πρώτον, να με αγαπάς, δεύτερον να με αγκαλιάσεις, τρίτον, να με κρατήσεις πολύ σφιχτά μέσα σου… τα άλλα θα στα πω σταδιακά με την επιστροφή σου».
«…δεν υπάρχω, περιμένω να υπάρξω, δεν είμαι παρά μόνο μια υπόσχεση.».
«Αισθάνομαι ολοένα περισσότερο σαν ζώο και όχι εντελώς εξημερωμένο»
«σ’ αγαπάω σαν ζώο»
Με τον Καμύ να της απαντά πως «θέλω και εγώ να είμαι ευτυχισμένος, με τρόπο τυφλό και ζωώδη. Το σώμα έχει μία δική του σοφία και μία δική του ευτυχία. Όταν σκέφτομαι το δικό σου, το στόμα μου στεγνώνει… αλλά ας το αφήσουμε αυτό».
Ο έρωτας τους συνεχίστηκε χωρίς ποτέ να αποτελέσει βάρος ο ένας για τον άλλον, παρόλο που εκείνος τη ζήλευε παράφορα κι εκείνη όταν τον αποχωριζόταν βυθιζόταν στη θλίψη, αρνούμενη να βγει από το σπίτι της. Η ζωή και ο έρωτάς τους συνεχίζονταν συναντώντας διαφορετικούς ανθρώπους, κάνοντας ταξίδια και γνωρίζοντας μεγάλες επιτυχίες στην καριέρα τους, αφού ο Καμύ ολοένα και εγκαθιδρυόταν ως σπουδαία μορφή στο χώρο της διανόησης και της λογοτεχνίας, κερδίζοντας μάλιστα το 1957 το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του «Πτώση», ενώ εκείνη εξελίχθηκε σε μια από τις πιο σπουδαίες τραγωδούς της θεατρικής σκηνής της Γαλλίας. Στις επιστολές τους πέρα από το ασίγαστο πάθος τους, μιλούσαν για τις θεατρικές τους ανησυχίες, τους φίλους τους, τις εμπειρίες τους και συχνά φιλοσοφούσαν. Με λίγα λόγια, επικοινωνούσαν και κατανοούσαν ο ένας τον άλλον ολοκληρωτικά.
Το τραγικό τέλος και η δημοσίευση των επιστολών
Ο Αλμπέρ και η Μαρία έπειτα από δεκαέξι χρόνια αμείωτου έρωτα, αποφάσισαν να σμίξουν και να ξεπεράσουν τόσο τα δικά τους όρια, όσο και εκείνα της κοινωνίας και των κανόνων της. Έτσι, κάπου ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει, ο Αλμπέρ παίρνει τη μεγάλη απόφαση, αλλά στο δρόμο για το κυνήγι του ονείρου του σκοτώνεται ακαριαία. Σκοτώνεται όμως με τη σκέψη της και το χαμόγελο που της περιέγραψε στην τελευταία του επιστολή. Εκείνη όταν το πληροφορείται καταρρέει και ο κόσμος της γκρεμίζεται. Η σχέση τους, την οποία όλα αυτά τα χρόνια κρατούσαν μυστική, αποκαλύπτεται και γίνεται ευρέως γνωστή. Οι φίλοι της Καζαρές προσπαθώντας να την παρηγορήσουν, την παροτρύνουν να αγοράσει ένα σπίτι στη Γαλλία. Το 1978 παντρεύτηκε έναν παλιό της φίλο, ο οποίος στάθηκε στο πλευρό της για πολλά χρόνια κρατώντας την όρθια απέναντι στον πόνο της για το χαμό του Καμύ. Η Μαρία Καζαρές έφυγε από τη ζωή το 1996, σε ηλικία 74 ετών.
Η κόρη του Καμύ, Κατρίν, θέλησε σεβόμενη τη μητέρα της, Φρανσίν, να δημοσιοποιήσει μετά το θάνατό της τις ερωτικές επιστολές του ζευγαριού. Ο ποιητής Ρενέ Σαρ, έφτασε στο διαμέρισμα του Καμύ στο Παρίσι αμέσως μετά το δυστύχημα και παρέλαβε μια τσάντα που ήταν γεμάτη με επιστολές της Μαρίας και τις παρέδωσε στην Κατρίν, για να μην τις βρει η Φρανσίν και πληγωθεί ακόμα περισσότερο. Έπειτα, η Καζαρές παρέδωσε με τη σειρά της τα δικά της γράμματα στην Κατρίν Καμύ, η οποία στις αρχές του 1980 θέλησε να ξανασυναντήσει την Καζαρές. Η Κατρίν ανέφερε:
«Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Καζαρές ήταν σε περιοδεία και βρέθηκε στη Νίκαια όπου ζούσα τότε. Της άφησα ένα μήνυμα στο θέατρο, ρωτώντας την εάν θα ήθελε να με συναντήσει. Αμφέβαλα πολύ αν θα δεχόταν. Δεν ήθελε να θυμάται την ιστορία με τον πατέρα μου. Αντιθέτως, απάντησε αμέσως, προσκαλώντας με στο ξενοδοχείο της. Με δέχτηκε γύρω στις δύο το μεσημέρι και μιλούσαμε επί ώρες ξαπλωμένες στο κρεβάτι, καταβροχθίζοντας σοκολάτες ωσάν να γνωριζόμασταν μια ζωή. Κάποια στιγμή της είπα “πρέπει να φύγω”. “Μα γιατί;”, με ρώτησε εκείνη. “Γιατί νυχτώνει”, απάντησα. Η Μαρία χαμογέλασε και είπε: “Είναι αλήθεια πως το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει”. Δεν ξέρω τι ήθελε να υπαινιχθεί με αυτήν την παροιμία. Ίσως να σκέφτηκε πως όπως ο πατέρας μου, μελαγχολώ και εγώ όταν νυχτώνει. Δεν έχει σημασία. Από εκείνη την ημέρα αρχίσαμε να βλεπόμαστε συχνά. Η Μαρία ήταν η ίδια η ζωή».
Στα τέλη του 2017, η Κατρίν Καμύ σε συνεργασία με τον γαλλικό εκδοτικό οίκο Gallimard, δημοσιοποιούν ολόκληρο το χρονικό αυτού του παράφορου έρωτα σε ένα λεύκωμα 1.300 σελίδων με τίτλο «Correspondance». Στο εν λόγω λεύκωμα, παρουσιάζονται αναλυτικά οι επιστολές και όλη η ιστορία αυτής της μοναδικής αγάπης που επισφραγίστηκε με τον προλογισμό της ίδιας της Κατρίν Καμύ: «Τους ευχαριστώ και τους δύο. Οι επιστολές τους κάνουν τη Γη να φαίνεται τεράστια, το σύμπαν πιο φωτεινό, την ατμόσφαιρα πιο ελαφριά, μόνο και μόνο επειδή υπήρξαν».
Διαδικτυακές Πηγές: iefimerida.gr,pillowfights.gr,culturenow.gr, protagon.gr,documentonews.gr
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
***Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: iefimerida.gr
What do you think?
Show comments / Leave a comment