Τις φωτεινές σου μέρες, σκέφτεσαι πως πρέπει να αφήσεις πίσω τις σκιές σου. Σκέφτεσαι πως οι άνθρωποι κάποτε θ’ αλλάξουν, κάποτε θα σε βοηθήσουν ν’ ανέβετε μαζί τ’ ανήφορο ή θα αφήσουν πίσω εκείνη την υποχρέωσή τους για να σε σώσουν που έχεις εγκλωβιστεί σε ένα αδιέξοδο.
Προσδοκείς, να είναι δίπλα σου.
Προσδοκείς να κατανοήσουν, χωρίς να χρειαστεί να μιλήσεις.
Προσδοκείς να σε νοιαστούν, χωρίς να τους το πεις.
Προσδοκείς να χτυπήσουν ένα τηλέφωνο και να σου πουν, «Γιάννη, πώς ήταν σήμερα η μέρα σου;» και να αρχίσεις εσύ να τους λες τα ψυχολογικά σου και απλά να σε ακούσουν.
Προσδοκείς πως θα είναι δίπλα σου εκείνοι που έχεις σκεφτεί στην επανάσταση που ετοιμάζεις. Πώς θα σου χτυπήσει κάποιος την πόρτα και θα σου πει «Έλα, είμαι έτοιμος, πάμε να σώσουμε τον κόσμο!»
Πώς θα πέσεις κάτω και θα’ ρθουν να σου δώσουν το χέρι.
Πώς κάποιος θα μπει μπροστά για να σε υπερασπιστεί, όταν όλοι σε αμαυρώνουν.
Προσδοκείς να σε βάλουν πάνω από κάτι άλλο.
Προσδοκείς πως δε θα διαπραγματευτούν την αγάπη σου, δε θα την ξεχάσουν.
Προσδοκείς να σ΄ αγαπούν, όσο τους αγαπάς κι εσύ και περιμένεις απάντηση στην αγάπη σου.
Και έρχονται δε, εκείνες οι πιεστικές οι μέρες, που η σκιά σου γίνεται κολλητή και όλο και σου διαλύει τις προσδοκίες. Και είναι μάλλον φυλακή η προσδοκία για αγάπη. Γιατί περί αυτού πρόκειται, προσδοκούμε την αγάπη. Την επιδιώκουμε τυφλά, και κάποιες φορές δεν είμαστε μάλλον και τόσο έτοιμοι γι’ αυτήν, γιατί ακριβώς όταν έρχεται δεν είχαμε τόσο μεγάλες προσδοκίες. Είναι εκείνη η προσδοκία να είναι σήμερα οι άνθρωποι καλύτεροι, να μην είναι τόσο εγωιστές, να μην τα βάζουν κάτω όταν πρόκειται για την αγάπη, για την φιλία, την οικογένεια, για τις αξίες. Η προσδοκία να εκτιμήσουν ό,τι πρόσφερες για εκείνους. Η προσδοκία να γίνουν ενοχλητικοί, για να κερδίσουν ξανά την αγάπη σου. Η προσδοκία να καταλάβουν τι έχεις, γιατί είσαι απόμακρος, χωρίς να χρειαστεί να δικαιολογηθείς γι’ αυτό. Η προσδοκία να σε αγκαλιάσουν, χωρίς να σε αγκαλιάσουν.
Κάπως έτσι λοιπόν χτίζεις καθημερινά ένα νέο ψέμα. Που καθημερινά γκρεμίζεται, γιατί πολύ απλά γκρεμίζονται οι προσδοκίες μας.
Και οι προσδοκίες αυτές σου προκαλούν συχνά νέα διλήμματα. Ποια πόρτα έχεις ανοίξει λάθος, τι είπες λάθος, τι κάνεις λάθος, εάν είσαι ο ίδιος ένα λάθος. Ζητάς συγγνώμη στον εαυτό σου που δεν μπορείς να αποφασίσεις, ζητάς συγγνώμη που απογοητεύεσαι, σε απογοητεύουν οι αδικαιώτες προσδοκίες σου.
Δεν ξέρω, ειδικά σήμερα, αν πρέπει να σταματήσω να προσδοκώ, ή αν θα πραγματοποιηθούν οι προσδοκίες μου, όπως στα παραμύθια. Που εμφανίζεται κάποιος που αγαπά πραγματικά, στέκεται δίπλα στον καταπονεμένο και όλοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα. Ξέρω όμως πως είμαστε οι προσδοκίες μας, είμαστε περισσότερο οι αδικαίωτες προσδοκίες μας, και νομίζω πως ωριμάζεις κάπου εκεί που ισορροπείς ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Όσο περισσότερες προσδοκίες έχεις, τόσο πιο πολύ ρομαντικός, ονειροπόλος, ταξιδευτής γίνεσαι. Αν από την άλλη σταματάς να έχεις προσδοκίες, τότε γίνεσαι πιο σκληρός, πιο υπολογιστικός, πιο συνειδητοποιημένος, πιο συγκρατημένος.
Και αυτό αλλάζει. Γιατί συχνά βρίσκεται ξανά κάτι, μία σπίθα, ένας νέος έρωτας, ένας wannabe φίλος που σε κάνει να γέρνεις ξανά στο φως και να ελπίζεις, να προσδοκείς. Ή και το αντίθετο, να φεύγει η σπίθα, ο έρωτας να γίνεται συνήθεια και ο wannabe φίλος να βγάζει τελικά τη μάσκα και να’ σαι πάλι στην άλλη πλευρά.
Είμαστε ένα εκρεμμές που κάποτε θέλει να γέρνει στο φως, μα κάποτε παραπαίει στο σκοτάδι. Και κάπου εκεί στο σκοτάδι, είναι που βλέπεις πιο καθαρά, πως οι αδικαίωτες προσδοκίες για αγάπη, είναι ένα κομμάτι της ωρίμανσής σου, της προσπάθειας να αγαπήσεις τον εαυτό σου, που σου υπενθυμίζουν:
Να ζήσεις χωρίς να έχεις τόσες προσδοκίες από κανέναν άλλον, πέραν του εαυτού σου.
«Να ζήσεις, μην ξεχνάς».
What do you think?
Show comments / Leave a comment