Οι αρθρογράφοι του Beezdom, δοκιμάζονται ξανά! Αυτή τη φορά προκλήθηκαν από ένα άλλο αρθρογράφο να γράψουν μία φανταστική, λογοτεχνική ιστορία από τον τίτλο ενός τραγουδιού. Ο Λένος Μάστρου προκάλεσε την Άντρη Χατζηθωμά να γράψει μία ιστορία από το τραγούδι «Δώδεκα» από την Άννα Βίσση.
Για να δούμε Άντρη, can you bee a story writer?
-Νικόλα, σε παρακαλώ βρες μια λύση!! Σταμάτησε τοοοο….. Τι άλλο πρέπει να πάθουμε;;; για πόσο θα αντέχω, μου λες;;
-Εντάξει μωρέ! Πώς κάνεις έτσι!! Κάτι θα σκεφτώ.. Κάποιον θα βρω να με βοηθήσει.. ήταν τα λόγια που ηχούσαν στα αυτιά της Υακίνθης, ενώ προσπαθούσε να κοιμηθεί.
Μα πώς θα μπορούσε να κλείσει μάτι, αφού αντιλαμβανόταν ότι κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί στους γονείς της..
-Και τι θα κάνουμε, μου λες; πώς θα ζήσουμε; πού θα μείνουμε;; δεν μας σκέφτεσαι καθόλου;;; Πώς μπόρεσες ε;;; Πώς μπόρεσες ε;;;; Ούρλιαζε η μαμά..
-Σώπασε καλέ, Σώπασε! Δεν το’ θέλα. Πόσες φορές να στο πω!! Αφού σου είπα, κάτι θα σκεφτώ. Κάνε ησυχία! Μην χειροτερεύεις την κατάσταση! αποκρίθηκε αυτός.
Έτσι άνθρωπος ήταν ο Νικόλας. Εκρηκτικός, έντονος και φωνακλάς. ‘Έντονα εξωστρεφής τις περισσότερες ημέρες, και έντονα εσωστρεφής άλλες τόσες.
-Μα τω Θεώ, αν γίνει έτσι, δεν θα σου το συγχωρήσω ποτέ! ούρλιαζε η μαμά και έκλαιγε με λυγμούς..
-Δεν ήθελα να γίνει έτσι, με ξεγέλασαν, δεν είχα καθαρό μυαλό, φώναζε ο Νικόλας…
Η Υακίνθη ήταν η αδυναμία του, η μοναχοκόρη του, το μοναχοπαίδι του. Την αγαπούσε ιδιαίτερα, αφού είχε κιόλας και το όνομα της μακαρισμένης της μάνας του, που του έλειπε καθημερινά κι ας ήταν πλέον μεσήλικας, κάπου εκεί στα 50.
Στο μυαλό τώρα της Υακίνθης συνέβαιναν τρελά πράγματα, ενώ ο ύπνος δεν έλεγε να την πάρει…τι άραγε να έκανε ο πατέρας της και η μαμά δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ; Αναρωτιόταν. Τι μπορεί να έγινε και ο πατέρας της έπρεπε οποσδήποτε να βρει κάποιον να τους βοηθήσει…. Η σκέψη και μόνο αυτή, της δημιουργούσε ένα κόμπο στην καρδιά… Ακουμπούσε το χέρι της στο αριστερό της στήθος και άκουγε την καρδιά της να κτυπά έντονα και δυνατά, έτσι όπως κτυπούσε την ώρα που έγραφε κάποιο διαγώνισμα. Το άγχος την κυρίευσε. Με τέτοιες σκέψεις και με το κλάμα της μαμάς να ηχεί στα αυτιά της, την πήρε μετά από πολύ ώρα ο ύπνος…
Ένας πολύ δυνατός κρότος ακούστηκε ξαφνικά μες την νύχτα και πετάχτηκαν όλοι αμέσως από τα κρεβάτια τους… Έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς της.
-Μαμά τι έγινε; Τι ήταν αυτός ο θόρυβος;; Τι θα κάνουμε;; φώναξε η Υακίνθη.
Έκλαιγαν και οι δύο με αναφιλητά. Ο πατέρας της με έντονα καταβεβλημένο πρόσωπο δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει. Έτρεξε στο υπόγειο. Από εκεί ακούστηκε ο θόρυβος. Δεν πρόλαβε να κατέβει τις σκάλες και η οσμή του καμένου γέμισε την ατμόσφαιρα.
«Φωτιά στο αυτοκίνητο!! Φωτιά!!» φώναξε. Βγείτε αμέσως έξω από την είσοδο, ούρλιαξε!
Πήραν αμέσως αστυνομία και πυροσβεστική. Σε 5 κυριολεκτικά λεπτά το σπίτι τους γέμισε πυροσβέστες και έξω στον δρόμο αστυνομικούς. Μαμά και κόρη εξακολουθούσαν να κλαίνε αγκαλιασμένες. Πετάχτηκαν και οι τρεις έξω στο δρομο. Η φωτιά από το αυτοκίνητο μεταφερόταν και στο σπίτι. Αργά αργά. Ακούγονταν πάλι δυνατοί κρότοι. Η φωτιά μεγάλωνε. Οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να την φέρουν υπό έλεγχο. Η αστυνομία έκλεισε τον γύρο δρόμο με κορδέλα. Οι γείτονες βγήκαν κι αυτοί στον δρόμο. Πρώτη φορά συνέβαινε στην γειτονιά τους αυτό.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε αλλιώς. Αστυνομία, καταθέσεις, αναπάντητες ερωτήσεις, φόβος. Σοβαρά ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν. Ποιος ήξερε όμως τις απαντήσεις. Μέσα σε μια μέρα αναποδογυρίστηκε η ζωή τους. Μέσα σε λίγα λεπτά ήρθαν τα πάνω κάτω. Η Υακίνθη και η μαμά της, έδωσαν τις πρώτες τους καταθέσεις στην αστυνομία. Σειρά είχε μετά και ο Νικόλας. Σκυθρωπός, λιώμα στην κούραση και με το φόβο έντονα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Λες και είχε μεγαλώσει απότομα μέσα σε μια νύκτα. Πολύωρη η κατάθεση του. Επίμονες ερωτήσεις, μη ικανοποιητικές οι απαντήσεις του. Δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Όμως υποψιαζόταν. Υποψιαζόταν.
Τηλεφώνησε σε ένα παλιό του φίλο που είναι δικηγόρος και ζήτησε τη συμβουλή και την βοήθεια του. Έπρεπε να τα πει όλα στην αστυνομία, τον συμβούλεψε. Όλα. Για να τους βοηθήσει να βρουν μια άκρη. Μα όλα, όλα;
Η μεθεπόμενη μέρα ξημέρωσε πολύ αλλιώς. Η Υακίνθη και η μαμά της πήγαν να μείνουν στο σπίτι της γιαγιάς και ο Νικόλας στο πατρικό του. Εκεί στο άδειο σπίτι, χρόνια εγκαταλελειμένο και βρώμικο. Ούτε στο τηλέφωνο δεν μίλησαν. Ράκος ο Νικόλας. Ράκος η μαμά. Σαν πληγωμένο σπουργιτάκι η Υακίνθη.
Έκλεισε τα μάτια χωρίς να το καταλάβει και τον πήρε για λίγο ο ύπνος… Αν ήταν ύπνος αυτό!! Κάτι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Κάτι μεταξύ παράδεισου και κόλασης…
– Σταματήστε!! Σταμάτηστε!! Δεν θέλω να συνεχίσω άλλο.. Θέλω να φύγω… Δεν μπορώ να το κάνω…
-Πού θα πας μωρέ.. Κάτσε ακόμα λίγο, τώρα άρχισε το παιγνίδι!! Είσαι σε καλή μέρα σήμερα…. τυχερέ!!! 5 λεπτά ακόμα και θα τα πάρεις όλα και θα φύγεις!! Σκέψου πόση χαρά θα κάνουν οι δικοί σου αν πας σπίτι με τόσα λεφτά!! του φώναξε ο συμπαίκτης του…
-Άντε μωρέ, ακόμα ένα γύρο. Τελευταίος γύρος και έφυγα… είπε ο Νικόλας ενθουσιασμένος κατεβάζοντας ένα ποτήρι ουίσκι στο στομάχι του… Ένα δύο τρία ποτήρια, έχασε το μέτρημα τελικά… Ούτε που θυμόταν πόσα.
– Θα ποντάρω το σπίτι, θα κερδίσω και θα φύγω! τραύλισε… Τα πόνταρε όλα σε μία στιγμή. Τα πόνταρε όλα σε μια ρουλέτα. Γυναίκα, κόρη, μάνα, πατέρα, σπίτι, όλη του την ζωή. Και περίμενε να έρθει η στιγμή. Μα όσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η στιγμή… Μα τα φέρνει;;;
– έλα το Δώδεκα!!!! Πάμε!! Δώδεκα!!!
Άνοιξε τα μάτια μούσκεμα στον ιδρώτα. Ξύπνησε.
Αυτός ο καταραμένος αριθμός.
Δεν ήρθε ποτέ.
Για έναν αριθμό έγιναν όλα. Για έναν αριθμό τα έχασε όλα. Σε μία στιγμή, πετάχτηκε από την ευτυχία στην δυστυχία, από την χαρά στον πόνο, από την ζωή στο θάνατο. Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει μια κακιά στιγμή.
Για έναν αριθμό, που δεν άξιζε. Για έναν αριθμό που έγινε πάθος ανεξέλεγκτο.. Αχ, και να έτρεχε μακριά δύο λεπτά πριν, όταν ακόμα σκεφτόταν λογικά. Αχ, και να μην πήγαινε ποτέ εκεί…
Αλί του που το έζησε. Το δώδεκα.
[zombify_post]
***Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση του άρθρου σε άλλα sites χωρίς τη συγκατάθεση του beezdom.com
***Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: geeking.com
What do you think?
Show comments / Leave a comment